Στοργικέ ουρανέ!· αντί για αίμα στην καρδιά μου έχω δάκρυ. … κλαίω για όλους τους θλιμμένους, για όλους τους αθώους, για όλους τους καταφρονεμένους, για όλους τους πληγωμένους

Στοργικέ ουρανέ!· αντί για αίμα στην καρδιά μου έχω δάκρυ. … κλαίω για όλους τους θλιμμένους, για όλους τους αθώους, για όλους τους καταφρονεμένους, για όλους τους πληγωμένους

Στοργικέ ουρανέ!· αντί για αίμα στην καρδιά μου έχω δάκρυ. … κλαίω για όλους τους θλιμμένους, για όλους τους αθώους, για όλους τους καταφρονεμένους, για όλους τους πληγωμένους

Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς (1894 -1979)

«Εξομολόγηση»

Είμαι ένα ζαρκάδι. Είμαι το αισθητήριο της θλίψης μέσα στο σύμπαν. Πριν από πολύ πολύ καιρό Κάποιος εξόρισε στη γη ό,τι θλιβερό υπάρχει σε όλους τους κόσμους και αυτό επιβλήθηκε στην καρδιά μου. Και από τότε είμαι το αισθητήριο της θλίψης. Ζω με το να τρυγώ τη θλίψη από όλα τα όντα και τα κτίσματα. Μόλις που σιμώσω ένα ον, μου σταλάζει στην καρδιά και από μια μαύρη σταγόνα θλίψης. Και η μαύρη πάχνη της θλίψης, ωσάν μικρό ρυάκι, διατρέχει τις φλέβες μου. Και εκεί, στην καρδιά μου, τούτη η μαύρη πάχνη της θλίψης γίνεται ωχρή και μπλάβα.

Σε όλο μου το είναι έχει εκχυθεί κάποια μαγνητική δύναμη θλίψης, που, ακαταμάχητα, μαγνητίζει και σφηνώνει στην καρδιά μου ό,τι το θλιβερό στον κόσμο. Γι’ αυτό και είμαι το πιό μελαγχολικό απ’ όλα τα κτίσματα. Το δάκρυ μου περίσσεψε για τον πόνο του καθενός… Μη γελάτε μαζί μου, εσείς οι γελαστοί! Σκιάζομαι, επειδή ξέρω ότι σε τούτον το θλιβερό κόσμο υπάρχουν όντα που γελούν. Ω, καταραμένο, τρισκατάρατο χάρισμα, το να γελάς σε έναν κόσμο που κοχλάζει η θλίψη, πυρώνει ο πόνος, αφανίζει ο θάνατος! Τι καταδικαστικό χάρισμα!… Εγώ από τη θλίψη δεν γελώ ποτέ. Πως θα μπορούσα να γελάσω όταν είστε τόσο βάναυσοι και άσπλαχνοι, εσείς οι γελαστοί! Όταν είστε τόσο κακοί και άσχημοι! Και είστε άσχημοι απ’ το κακό. Γιατί μόνον το κακό ασχημαίνει την ομορφιά των γήινων και ουράνιων δημιουργημάτων… Θυμάμαι, νοσταλγώ: τούτη η γη ήταν κάποτε παράδεισος, και εγώ ζαρκάδι παραδείσιο. Ω, θύμηση, να τρεκλίζω, εκστατικό από τη μια χαρά στην άλλη, από τη μία αθανασία στην άλλη, από τη μία αιωνιότητα στην άλλη!…

Ενώ τώρα; Σκοτάδι σκεπάζει τα μάτια μου. Όποιο μονοπάτι κι αν πάρω, βρίσκω πηχτό σκοτάδι. Οι λογισμοί μου στάζουν δάκρυ. Και τα αισθήματα μου βρίθουν από θλίψεις. Όλο μου το είναι το έχει κυριέψει μια άσβεστη πυρκαγιά θλίψης. Τα πάντα μέσα μου φλέγονται απ’ τον πόνο, όμως με τίποτα να αποκαούν. Κι εγώ, το δόλιο, ένα πράμα είμαι μονάχα: αιώνιο ολοκαύτωμα στον κοσμικό βωμό της θλίψης. Και ο κοσμικός βωμός της θλίψης είναι η γη, ο τεφρός και σκυθρωπός, ο χλωμός και θολερός πλανήτης…

(…)Βρίσκομαι πλάι στον χείμαρο, που στις όχθες του φυτρώνει ο μπλάβος ανθός. Ο χείμαρος είναι τα δάκρυα μου. Οι άνθρωποι μου πλήγωσαν την καρδιά κι αντί για αίμα ρέει δάκρυ. Στοργικέ ουρανέ! Να, σου κρένω το μυστικό μου· αντί για αίμα στην καρδιά μου έχω δάκρυ. Όλο τούτο είναι η ζωή μου, τούτο και το μυστικό μου. Γι’ αυτό και κλαίω για όλους τους θλιμμένους, για όλους τους αθώους, για όλους τους καταφρονεμένους, για όλους τους πληγωμένους, για όλους τους πεινασμένους, για όλους τους αβοήθητους, για όλους τους αδικημένους, για όλους τους βασανισμένους, για όλους τους κακοπαθημένους. Οι λογισμοί μου σωρεύονται απ’ τη θλίψη και γρήγορα γίνονται συναισθήματα, που με τη σειρά τους ρέουν ως δάκρυα. Ναι, τα συναισθήματά μου είναι άπειρα και τα δάκρυα αναρίθμητα. Σχεδόν κάθε συναίσθημα μου θρηνεί και κλαίει, γιατί μόλις φτερουγίσει από μέσα μου στον κόσμο γύρω μου, συναπαντιέται με κάποια ανθρώπινη βαναυσότητα. Ω, υπάρχει άραγε, πιο βάναυσο και πιο ωμό ον από τον άνθρωπο;

… Ω, δεν τον μισώ γι’ αυτό, τον σπλαχνίζομαι. Τον σπλαχνίζομαι, επειδή δεν έχει τα συναισθήματα εκείνα για τον παράδεισο. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη φρίκη για ένα πλάσμα, για οποιοδήποτε πλάσμα, απ’ αυτήν. Ξέρετε, ένα ζαρκάδι δεν μπορεί να μισεί, μπορεί μόνον να λυπάται και να συμπονεί. Αντιμετωπίζει όλες τις προσβολές, όλες τις σκαιότητες με θλίψη και συμπόνια. Η θλίψη είναι η εκδίκηση του· η θλίψη μαζί με τη συμπόνια… Ω, άνθρωποι πόσο σκληροί και βάναυσοι είστε!

πηγή