ΣΤΡΑΤΗ ΜΥΡΙΒΗΛΗ: «ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ»

Ομιλία στην Καλαμάτα

Νοέμβριος 1948

Κάθε φορά που το Γένος σύσσωμο αιστανθεί αυτό το θαύμα, νοιώθει συγχρόνως πως καμιά υλική δύναμη δεν μπορεί να το καταπονέσει και να το βάλει κάτω. Αυτά το ξέρουν καλά καλύτερα από μας όλοι οι εχθροί πού κατά καιρούς επιχείρησαν να εξαφανίσουν την Ελληνική φυλή πού στέκεται πεισματικά ριζωμένη πάνω σε τούτο το βράχο σαν τα δυνατά πουρνάρια επί τριάντα αιώνες.

Οι παλιοί καταχτητές το ήξεραν από διαίσθηση. Οι σημερινοί το ξέρουν επιστημονικά. Γι’ αυτό και εφαρμόζουν για την υποταγή των λαών ολόκληρο σύστημα μιας ψυχοτεχνικής, σατανικά σοφής, μελετημένης και πειραματισμένης επί τριάντα χρόνια μέσα στα μυστικά εργαστήρια της ψυχολογίας των λαϊκών μαζών.

Και γι’ αυτό οι επιθέσεις τους εκδηλώνονταν με λύσσα και μανία ενάντια σε όλους εκείνους τους παράγοντες πού αποτελούν τους συνδετικούς κρίκους για την Εθνική μας ενότητα. Τη σημαία, τη θρησκεία, το σχολειό, τα ήθη και έθιμα, τη γλώσσα, τα τραγούδια και τις παραδόσεις της οικογένειας.

Γνήσιος κομμουνιστής είναι κείνος που θα μπορέσει, κάτω από μια σοφή, βαθειά ψυχολογημένη και επίμονη κατηχητική καθοδήγηση, να σκοτώσει μέσα του όλα αυτά τα λογικά και συναισθηματικά στοιχεία, πού αποτελούν την ιδιομορφία του εθνικού πολιτισμού μας.

Όταν αυτό κατορθωθεί, όταν η εθνική σημαία από σύμβολο ενότητας φτάσει να μεταβληθεί σε παλιοκούρελο μέσα στη συνείδηση του κατηχουμένου, όταν η θρησκεία πάρει τη μορφή δεισιδαιμονίας και αφελούς προλήψεως στα μάτια του ημιμαθούς προσήλυτου, όταν ο Επονίτης πεισθεί ότι το Ελληνικό σχολειό,

τα ελληνικό σπίτι, το υδραγωγείο και το ελληνικά εργοστάσιο φωτισμού πρέπει να γκρεμιστούν γιατί αυτά μόνο αυτά αποτελούν εμπόδιο για τη Γη της επαγγελίας πού κατασκεύασαν οι Σλάβοι πίσω από τις στέπες και βιάζονται να τη διοχετεύσουν και στους άλλους λαούς, τότε ο κατηχούμενος είναι ώριμος πια για να χτυπήσει το μαχαίρι που του εγχειρίζει ό σλάβος. στην καρδιά της πατρίδας του.

Εκείνο που δεν κατάλαβαν ακόμα ούτε οι Άγγλοι φίλοι μας, ούτε οι Αμερικάνοι, εκείνο που το μαθαίνουν σιγά σιγά και απελπιστικά με σπατάλη του Ελληνικού αίματος, είναι τούτο; Πως ο σλαυικός κομμουνισμός δεν είναι μία κοινωνική θεωρία απλώς, ούτε ένα πολιτικοοικονομικό σύστημα.

Είναι κάτι περισσότερο, κάτι φοβερότερο από αυτά. Είναι μια μέθοδος σατανική για την κατασκευή μιας νέας φυλής . Ό κομμουνιστής είναι μέλος μιας νέας φυλής, ενός νέου τύπου ανθρώπου, όπως ακριβώς ήταν ό Nαζί. Η νέα αυτή φυλή κατασκευάζεται σαν ένα είδος κουρελλά, μέσα στο εργαστήριο του πανσλαβισμού, από τα ρετάλια όλων των φυλών, όλων των λαών, όλων των εθνών.

Η δύναμη που κινεί τη σατανική μηχανή του είναι το μίσος. Ο κομμουνιστής για να προχωρήσει πρέπει να μάθει να μη λυπάται τον άνθρωπο. Για να γίνει αυτό πρέπει να πιστέψει πως η θρησκεία της αγάπης είναι, απάτη. Πως το έγκλημα, η ψευτιά, η λεηλασία, η εκπόρνευση, η κλεψιά, ο βιασμός, δεν είναι πια κακουργήματα μόνο, είναι πράξεις πολιτικές, πού επιτρέπονται και επιβάλλονται για ένα πιστό του κόμματος.

Πως η ελευθερία του ατόμου είναι εφεύρεση των αστών, και πως η δημοκρατία, που ως τώρα εσήμαινε το πολιτικό σύστημα διακυβερνήσεως σύμφωνα με το οποίο ή πλειοψηφία ενός λαού καθόριζε τον τρόπο της ζωή της ολότη­τας των πολιτών, η δημοκρατία αυτή είναι μέθοδος τυραννίας.

Η αληθινή δημοκρατία είναι η δικτατόρευσις πάνω στην ολότητα μιας κομματικής μειονότητας συνωμοτικής, οπλισμένης, αποφασισμένης να σφάξει όλους όσους έχουν αντίθετη γνώμη με τη δική της. Όλη αυτή η τερατώδης παιδαγωγική στηρίζεται πάνω σε μια βάση μεσσιανικές ευτυχίας, θα σφάξουμε, θα κάψουμε, θα βασανίσουμε, θα ατιμάσουμε, θα κλέψουμε, θα βιάσουμε για να κατασκευάσουμε το μελλοντικό παράδεισο της ανθρωπότητας, του οποίου τα κλειδιά ευρίσκονται μόνο στο Κρεμλίνο.

Πότε αυτό; Άγνωστο. Κάποτε. Κάτι παρόμοιο ήταν και ο νέος τύπος ανθρώπου, που είχε επιτύχει να κατασκευάσει ο Ναζισμός όσο κρατούσε η δυναστεία του. Η διαφορά ήταν πως σε εκείνον η κυριαρχία επάνω στην ανθρωπότητα που θα ήταν υποδουλωμένη στη «νέα τάξη» δεν εστηρίζετο σ’ ένα κόμμα, αλλά σε μια προνομιούχο φυλή, που πέρασε ολόκληρη μέσα από το κατηχητικό σύστημα ενός κόμματος, και υπέστη αυτό που οι Σλαΰοι λένε «διαφοροποίηση».

Δηλαδή έχασε τη συμπόνεση για τον άνθρωπο, και κατήργησε όλες τις βασικές αρχές πάνω στις όποιες στηρίχτηκε ή ανθρωπότητα και όλες οι θρησκείες της, ως σήμερα, για να κάμουν τις σχέσεις των ανθρώπων όσο γίνεται πιο ανθρωπινές. Όταν ένας κατηχούμενος πάθει την κομμουνιστική διαφοροποίηση είναι πια ώριμος να προδώσει τον τόπο του, τους δικούς του, τους φίλους του, τους γονείς του, κάθε τι πού είναι δεμένο με την καρδιά και με το αίσθημα του ανθρώπου.

Τότε πια δεν έχει βούληση για να θέλει. Άλλος θέλει για λογαριασμό του. Αυτός απλώς εκτελεί. Δεν έχει δικαίωμα να σκέφτεται και να αποφασίζει. Η σκέψη και ο στοχασμός είναι δικαιώματα του κόμματος. Το Κόμμα είναι ο εγκέφαλος και η καρδιά της νέας φυλής των ανθρώπων του κομμουνισμού.

Δεν υπάρχουν Έλληνες κομμουνιστές. Όταν κανείς γίνει συνειδητός κομμουνιστής παύει νά’ ναι Έλληνας. Γι’ αυτό και το κόμμα λέγεται Κομμ. Κόμμα της Ελλάδας και όχι Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα. «Όταν κάποτε καταλάβουν αυτό το απλό και αδιαφιλονίκητο πράγμα τα Κράτη, θα αφαιρέσουν αμέσως την εθνική υπηκοότητα από όλα τα άτομα πού ανήκουν στη νέα κομμουνιστική φυλή.

Όσο δεν το κάνουν, και όσο δεν συγκεντρώνουν όλα αυτά τα άτομα έξω από τα Εθνικά σύνορα, και έξω από την εθνική κοινωνία, θα έχουν τον εχθρό μέσα στα τείχη, για να υπονομεύει το φρούριο της ειρηνικής των ζωής από μέσα. Οι δημοκρατίες εξακολουθούν ακόμα να καθοδηγούνται στις πολιτικές πράξεις τους από την κεκτημένη ταχύτητα των προπολεμικών συνθηκών της κοινωνικής ζωής. Δεν τολμούν να κινηθούν αποφασιστικά και εγκαίρως για τη σωτηρία των λαών.

Γιατί επί πολλά χρόνια έζησαν καλλιεργώντας στους πολίτες των τη συνείδηση της ελευθερίας της σκέψεως, που τόσο αίμα χύθηκε για να την κατακτήσουν οι λαοί, και σήμερα έγινε η αδύνατη πλευρά της υπάρξεως των. Η Κομμουνιστική φυλή το ξέρει αυτό και μεταχειρίζεται τους ελεύθερους θεσμούς των δημοκρατιών, για να καταστρέψει την ελευθερία τους. Με τον ίδιο τρόπο μεταχειρίζεται την ειρηνοφιλία των δημοκρατιών για να καταστρέψει την ειρήνη τους.

Η κομμουνιστική φυλή ζει μια ζωή τερατώδη αληθινά, πραγματικά μεταφυσική. Ο κομμουνιστής, ο διαφοροποιημένος πια κομμουνιστής, δεν βλέπει όπως βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, δεν ακούει όπως ακούν οι άλλοι, δεν διαβάζει όπως διαβάζουν οι άλλοι. Εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) υπολογίζονται οι άοπλοι και αθώοι άνθρωποι πού σφάχτηκαν από τους κομμουνιστές της Ελλάδος, από τα χρόνια της κατοχής ως σήμερα. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, κοριτσάκια, βρέφη.

Μόνο γιατί επέμειναν να είναι Έλληνες αδιαφοροποίητοι. Αν δεν ήταν ο Σκόμπυ, και αν δεν ήταν η Αμερική να εξοπλίσει 150 χιλιάδες Έλληνες, τα θύματα θα ήταν εκατομμύρια. Ο Άρης Βελουχιώτης το είχε διακηρύξει αφελέστατα. Εφτάμιση εκατομμύρια Έλληνες είναι, είπε σε μια συζήτηση. Απ’ αυτούς θα μείνουν τρία εκατομμύρια, και πολύ τους. Κάθε αληθινός κομμουνιστής βρίσκει σήμερα πολύ λογική και φρόνιμη τούτη τη σκέψη κείνου τού ανθρωποφάγου.

Ένας ποιητής του Κόμματος από την Ήπειρο του έβγαλε Ένα τόμο ποιήματα, πού τον εξυμνεί και τον θαυ­μάζει. Ένας άλλος από τη Μυτιλήνη, έβγαλε άλλον ένα τόμο, όπου λιγώνεται από τη μεγαλοπρέπεια του Δεκεμβριανού ανθρωποσφαγείου των αόπλων Αθηναίων. Ένας τρίτος αλήτης της λογοτεχνίας έγραψε τρίτο βιβλίο. «Το μεγάλο Δεκέμβρη». Είναι τρελοί αυτοί οι άνθρωποι; Όχι. Είναι απλώς Κομμουνιστές.

Είναι διαφοροποιημένοι πρώην Έλληνες, που τώρα πια ανήκουν στη νέα φυλή. Μου διηγήθηκαν τις προάλλες για ένα καλλιτέχνη του θεάτρου. Τον κάλεσαν στην Αστυνομία να δουν μήπως τα τελευταία φοβερά γεγονότα του άνοιξαν τα μάτια.

-Πώς κρίνεις το παιδομάζωμα; τον ρώτησαν. -Γίνεται τέτοιο πράμα; Ρώτησε ό άνθρωπος. -Καλά, δε διαβάζεις εσύ εφημερίδες; Δεν είδες φωτογραφίες; Δεν πήγες να δεις τα παιδιά από τα συμμοριόπληχτα χωριά πού ήρθαν στην Αθήνα κατά χιλιάδες; Δεν πήγες να τα ρωτήσεις να σου πουν; -Δεν διαβάζω εφημερίδες, είπε ό ηθοποιός. Άλλωστε δε βγαίνουν παρά μονάχα της μιας παρατάξεως οι εφημερίδες.

-Δεν έμαθες για τις σφαγές των χωρικών, για τις καταστροφές των δημοσίων έργων, για τις απαγωγές των Ελληνίδων; -Δεν έμαθα τίποτε τέτοιο… Δεν έμαθε. Δεν είδε. Δεν άκουσε. Δεν πίστευε. Γιατί άλλοι έβλεπαν για λογαριασμό του. «Άλλοι μάθαιναν. Άλλοι άκουγαν και άλλοι πίστευαν. Αυτοί οι άλλοι ήταν η υπηρεσία εκπομπών του ραδιοφωνικού σταθμού του Μάρκο. Από το Βελιγράδι και από τη Σόφια έβλεπε ό δυστυχισμένος τα γεγονότα της Αθήνας. Αυτός ό άνθρωπος μπορεί να μιλά Ελληνικά ακόμα.

Όμως δεν ανήκει πια σε μας. Είναι ένας διαφοροποιημένος. Νέου τύπου άνθρωπος. Μέλος της Κομμουνιστικής φυλής. Γι’ αυτό είναι ανάγκη, όσο είναι καιρός, να καθορισθεί με λεπτομέρεια και με ακρίβεια η ταυτότητα και ό αριθμός όλων αυτών των ανθρώπων της κομμουνιστικής παροικίας, που δρα μέσα στα σπλάχνα του εθνικού σώματος, και συνωμοτεί πίσω από τη ράχη των Ελλήνων στρατιωτών, πού αγιάζουν κάθε μέρα με το ακριβό τους αίμα, το πιο ακριβό αίμα της φυλής, την πίστη τους προς τα κοινά ιδανικά που μας ενώνουν αδιάσπαστα και φανατικά γύρω στην έννοια και το χώρο πού λέγεται Ελλάδα … Αυτοί Σλαύοι και Ελληνοσφαγείς και Εαμοπροδότες και σταυρωτήδες των παπάδων και βιαστές των αδελφών τους Ελληνίδων.

Και ο κόσμος, που δεν πίστευε στα μάτια του, να ξαναδεί στα χρόνια τούτα του 20ού αιώνα το παιδομάζωμα του Ορχάν και τις μέθοδες του Καρά-Χαλήλ-Τζεντερελή, ο κόσμος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και των φιλανθρωπικών Οργανώσεων για τις όρνιθες πού τις κρατούν οι βάρβαροι από τα πόδια. Ο κόσμος πού συντηρεί πολυτελή νεκροταφεία για τα σκυλιά και κλινικές για τις έγκυες γάτες.

Ο καλοχορτασμένος κόσμος που μας έστειλε τη Βαλκανική Επιτροπή παρατηρητών, ο κόσμος του ΟΗΕ και της ημέρας του παιδιού και της Ουνέσκο, ο κόσμος αυτός των υποκριτών και των φαρισαίων, κάθεται και σεργιανίζει το παιδομάζωμα του 1948. Που ατιμάζει όλη την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό της. Σεργιανίζει και συζητεί και γράφει άρθρα και φιλολογίες.

Και στο Παρίσι, στην τέως πατρίδα της λευτεριάς και τού ανθρωπισμού, έγινε πριν από λίγους μήνες μια συμμάζωξη όλων των διεθνών καθαρμάτων πού θέλουν να βοηθήσουν το Μάρκο στο παιδομάζωμα. Για να οργανωθεί πιο άγριο, πιο αποτελεσματικό, ώσπου να μεταφερθούν στα πορνεία των κατσαπλιάδων όλες οι μέλλουσες μητέρες της Ελλάδας και στα στρατόπεδα των σλαύων γενιτσάρων όλα τα αγόρια της Ελλάδας.

Ήταν και ο γνωστός σας ο Ζελλιάκους εκεί, ήταν και ο γνωστός μας υμνητής του Δεκέμβρη, ο Γάλλος Ελυάρ, ο ποιητής που ήρθε να βρίσει τον τόπο μας μέσα στην Αθήνα και βρέθηκαν Έλληνες να πάνε να τον χειροκροτήσουν και λόγιοι να τον προσφωνήσουν. Και βρέθηκε ένα λογοτεχνικό περιοδικό της Αθήνας να διοχετεύσει στις σελίδες του όλα αυτά τα εμέσματα του φράγκου υβριστή, και βρίσκουνται σήμερα συνεργάτες και αγοραστές αυτοί του περιοδικού.

Και εμείς; Οι άλλοι Έλληνες; Που έχουμε τα παιδιά μας ακόμα δικά μας, που τα ακούμε ακόμα να μιλάνε και να σκέπτονται Ελληνικά; Εμείς που νιώθουμε όλες αυτές τις χιλιάδες τα Ελληνόπουλα που μας αρπούν μεσ’ από την αγκαλιά μας, τα νιώθουμε δικά μας σπλάχνα, που τα ξεριζώνουν τα χέρια των βαρβάρων; Εμείς πού αρνηθήκαμε να υποταχτούμε τόσο στο Γερμανό όσο και στο Σλαύο καταχτητή;

Εμείς που νιώθουμε δικά μας παιδιά όλα αυτά τα κοριτσάκια πού οδηγούνται στην ατίμωση και την αποκτήνωση, εμείς τι κάνουμε; Τι κάνουμε σαν Κράτος; Τι κάνουμε σαν έθνος; Τι κάνουμε σαν εκπρόσωποι του Λαού; Τι κάνουμε σαν λόγιοι, σαν επιστήμονες, σαν μέλη ζωντανά του ζωντανού Ελληνικού Οργανισμού που τεμαχίζεται, πού στρεβλώνεται, που μολύνεται, που μαχαιρώνεται και μαγαρίζεται, ως τα πιο ιερά, τα πιο άγιά του άδυτα; Φιλολογία κάνουμε.

Και ψηφίσματα κάνουμε, που τα δημοσιεύουμε από βραδύς στις εφημερίδες μας, τα διαβάζουμε το πρωί και κοιμούμαστε με ελαφριά συνείδηση το βράδυ. Αυτό κάνουμε. Και ανάμεσα μας ανεχόμαστε τους παιδοσυνάχτες του Μάρκου και τις μέγαιρες που εκπορνεύουν κατά διαταγή των Σλαύων τις παρθένες Ελληνίδες. Και δίνουμε το χέρι στους πράχτορες που μπήγουν το μαχαίρι στη ράχη των στρατιωτών μας που μάχουνται, και στη ράχη των ναυτών μας που θαλασσοδέρνονται.

Και τους βλέπουμε να χύνουν στάλα στάλα το φαρμάκι στην ψυχή των φτωχών, που πεινούν και έχουν στο νου τους μόνο την αδειανή κοιλιά τους. Τους ανεχόμεθα στα σπίτια μας σαν φίλους Ιδεολόγους. Τους ανεχόμεθα και τους χειροκροτούμε στα θέατρά μας σαν προπαγανδιστές. Σαν ηθοποιούς και σαν επιθεωρησιογράφους και σαν σκηνοθέτες και σαν ομιλητές ουδετέρων διαλέξεων.

Και στα σχολεία μας σαν κρυφοκουκουέδες. Και στις εφημερίδες μας και στα περιοδικά μας σαν συνεργάτες. Και στην Ακαδημία μας σαν ακαδημαϊκούς. Και σ’ όλες τις Κρατικές μας υπηρεσίες. Και τους προστατεύουμε σαν βουλευτές. Και τους ενισχύουμε σαν πλούσιοι. Και παίζουμε άνανδρα με μερικές ηχηρές λέξεις πού τις ρίχνουν οι Σλαύοι στους ηλίθιους για δόλωμα και στους προπαγανδιστές τους για δίχτυα.

Η δημοκρατία. Και η ελευθερία σκέψεως. Και η αστράτευτη τέχνη. Και ο αγνός ιδεολόγος. Και ο ουδέτερος αριστερός και ο πλερωμένος βιβλιοπώλης που πλασάρει μπροσούρες στους εφήβους. Και ο μυστικός δολοφόνος. Και ο ναρκισσευόμενος αισθηματικός. Και το δήθεν φιλολογικά περιοδικό πού δημοσιεύει τα έμμετρα εμετά του Ελυάρ για τον κόκκινο Δεκέμβρη, και τις προσφωνήσεις των δύο γραικύλων ποιητών της Αθήνας προς τον ξένον υβριστή.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρατή Μυριβήλη (1890 – 1969):
<<Κομμουνισμός και Παιδομάζωμα>>,
Καλαμάτα 1948, σελ. 6 -10.