Ἡ Σύναξη τῶν Πιστῶν καὶ ἰδιαιτέρως ἡ Θεία Λειτουργία, εἶναι εἰκόνα καὶ κοινωνία τῶν μελλόντων στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν

Γράφει ὁ Ἰωάννης Χατζηδιγενῆς, Θεολόγος

Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπή τὴν ὁποία θὰ ἀναλύσουμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, προέρχεται ἀπὸ τὸ κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιον καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸ ΙΓ΄ κεφάλαιο, στίχοι 31-37 καὶ τὸ ΙΔ΄ κεφάλαιο, στίχοι 1-2.

Μελετώντας στὸ σύνολό της τὴν ἐν λόγῳ Εὐαγγελικὴ περικοπῆ, βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μία σαφή ἀναφορὰ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκοου γιὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐφιστᾶ πρὸς ὅλους τὴν ἀνάγκη πνευματικῆς ἐγρηγόρσεως, διότι ὅπως ἀναφέρει, «οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος της οἰκίας ἔρχεται» (Μρκ 13, 35). Αὐτὴ λοιπὸν ἡ Δευτέρα ἔλευσις τοῦ Κυρίου, δὲν ὑπόκειται σὲ χρονικοὺς καθορισμούς, καθὼς καὶ πάλι μᾶς βεβαιώνει… ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος: «περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν», (Μρκ 13, 32). Συσχετίζεται ὅμως μὲ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου καθενός μας, τὴν ὁποία καὶ αὐτὴ δὲν γνωρίζουμε, παρ΄ ὅλο ποὺ εἴμαστε σίγουροι πὼς θὰ ἔρθει. Ὁ Ἱερὸς λοιπὸν Εὐαγγελιστῆς, μᾶς παροτρύνει, νὰ ἔχουμε νήψη, ὥστε ἡ ὥρα, εἴτε τοῦ θανάτου μας εἴτε τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας νὰ μή μᾶς βρεῖ «καθεύδοντας».

Σύμφωνα λοιπὸν μὲ ὅσα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοί Του κήρυξαν καὶ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία διὰ μέσω τῶν αἰώνων διδάσκει, βρισκόμαστε ἐν ἀναμονῇ τῆς Δευτέρας καὶ Ἐνδόξου Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ διατυπώνεται καθαρὰ καὶ στὸ «Σύμβολο τῆς Πίστεως» τὸ ὁποῖο σημειώνει ἀναφορικὰ μὲ τὸν Χριστό μας: «καὶ πάλι ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρίναι ζώντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος».

Ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ συνδέονται μὲ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὁ λόγος περὶ αὐτῆς, χαρακτηρίζονται ὡς «ἐσχατολογικά», ἀφοῦ ἀναφέρονται στὴν ἐσχάτη ἡμέρα, δηλαδὴ σὲ ὅσα θὰ συμβοῦν κατὰ τέλος τοῦ παρόντος κόσμου καὶ τὴν ἐγκαθίδρυση τῆς Οὐράνιας Βασιλείας. Κάποιοι συνδέουν τὰ γεγονότα αὐτὰ μὲ τὸ τέλος τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἐκφράζει πλήρως τὴν πραγματικότητα, ἀφοῦ ἡ Ἱστορία δὲν ἐξαντλεῖται μόνο στὰ ἱστορικὰ γεγονότα, καθὼς ἀναφέρεται καὶ στὴν ζωὴ τῶν Ἁγίων. Ἡ ζωὴ τῶν Ἁγίων μετὰ θάνατον, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων μετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀποτελοῦν τὴν λεγομένη μεταϊστορικὴ ἐποχή, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἱστορικὴ ἐποχή, καὶ πρόκειται γιὰ τὴν ἱστορία τῶν ἁγίων.

Ὅπως ὁ κόσμος δὲν καταστρέφεται, ἀλλὰ ἀνακαινίζεται, ὅπως ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀφανίζεται, ἀλλὰ μεταμορφώνεται, ἔτσι καὶ ἡ ἱστορία δὲν τελειώνει ποτέ, ἀλλὰ ἀλλάζει περιεχόμενο καὶ ζωή.

Ἑπομένως, ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ἐσχατολογικὰ γεγονότα, ἐννοοῦμε κυρίως ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θὰ συμβοῦν μὲ τὴν Δευτέρα ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ κρίνει τοὺς ἀνθρώπους.

Κατὰ συνέπεια, καὶ ἐνῶ ἀναμένουμε αὐτὰ τὰ ἐσχατολογικὰ γεγονότα, οὐσιαστικὰ ἐξ ἐπόψεως τρόπου ζωῆς τὰ ἔσχατα ἤδη εἶναι παρόντα, ἀφοῦ οἱ ἅγιοι ἀπολαμβάνουν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Ὅπως θὰ διαπιστώσουμε στὴν συνέχεια, οἱ ἅγιοι ἀπὸ τώρα προγεύονται ὅλα ἐκεῖνα ποὺ πρόκειται νὰ ἀποκαλυφθοῦν στοὺς λεγομένους ἐσχάτους καιρούς. Χρονικὰ περιμένουμε τὰ ἔσχατα, τροπικὰ τὰ ἔσχατα ἔρχονται καὶ βιώνονται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους.

Τὰ ἔσχατα, δὲν ἀναμένονται χρονικῶς, ἀλλὰ φωτίζουν λειτουργικῶς ἀπὸ σήμερα τὸν ἀνακαινισμένο ἄνθρωπο καὶ ὁλόκληρη τὴν κτίση.

Κάθε ἄνθρωπος καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση ὁλοκληρώνεται στὰ ἔσχατα. Μὲ αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἐσχατολογικὴ διάσταση, καὶ μέσω τῆς μετανοίας ποὺ ἀνακαινίζει τὸν ἄνθρωπο, ἐγγίζουμε τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι, χωρὶς μετάνοια καὶ ἐν Χριστῷ ζωῇ, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει εἴσοδος στὴν Οὐράνια Βασιλεία.

Ἡ μετάνοια εἶναι προσανατολισμένη πρὸς τὰ ἔσχατα καὶ ἀναμενόμενα, τὰ ὁποῖα δὲν ἐξαντλοῦνται στὸ μέλλον ἀλλὰ εἶναι ἤδη παρόντα. Πιὸ συγκεκριμένα, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἤδη καὶ φανερώνεται ἀνάμεσά μας καὶ ὁ ἁγιασμένος ἄνθρωπος ἀναμένει νὰ λάβει τὴν τέλεια δόξα τῆς μελλούσης Κρίσεως.

Νὰ τί λέει ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης σχετικὰ μὲ τὴν τελικὴ δόξα: «Οἱ Ἅγιοι καὶ ὁ ληστὴς εἶναι στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ δὲν ἔχουν λάβει τὴν τέλεια δόξα, ὅπως καὶ οἱ ὑπόδικοι εἶναι στὴν κόλαση, ἀλλὰ δὲν ἔχουν λάβει τὴν τελικὴ καταδίκη. Ὁ Θεός, ἐνῶ ἔχει πεῖ ἐδῶ καὶ τόσους αἰῶνες τὸ ”μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν“, παρατείνει – παρατείνει τὸν χρόνο, ἐπειδὴ περιμένει ἐμᾶς νὰ διορθωθοῦμε. Ἀλλὰ ἐμεῖς παραμένοντας στὶς κακομοιριές μας ἀδικοῦμε τοὺς Ἁγίους, γιατί δὲν μποροῦν νὰ λάβουν τὴν τέλεια δόξα, τὴν ὁποία θὰ λάβουν μετὰ τὴν μέλλουσα Κρίση».

Εἶναι λοιπόν, τὰ ἔσχατα ἤδη παρόντα, γεγονὸς ποὺ μπορεῖ νὰ βιωθεῖ στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, ἡ πληρότητα καὶ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀναμένονται νὰ βιωθοῦν καὶ νὰ φανερωθοῦν μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στὴν μέλλουσα Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Σύναξη τῶν Πιστῶν καὶ ἰδιαιτέρως ἡ εὐχαριστιριακὴ τους Σύναξη κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, εἶναι εἰκόνα καὶ κοινωνία τῶν μελλόντων, ἀφοῦ ἐκεῖ προτυπώνονται τὰ ἔσχατα, ἡ ἀναμενόμενη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι αἰώνιος ζωή, ἀρραβώνας τῆς ἀναστάσεως, πέρασμα καὶ μετάβαση στὰ ἔσχατα τοῦ ἑκάστου πιστοῦ μὲ τὸν Χριστὸ στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, προσανατολίζεται πρὸς τὴν ἀναμενόμενη καινὴ πραγματικότητα, τὰ ἔσχατα, τὴν ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ὅλη ἡ ἐπὶ τῆς γῆς παρουσία του, ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ νοηματοδοτεῖται, γιατί ἡ ἐν Χριστῷ καινὴ ζωὴ εἶναι ἐσχατολογική. Ὅπως ἐσχατολογικὴ εἶναι ἡ φύση καὶ ὁ προσανατολισμὸς τῆς Ἐκκλησίας στὴν ὁποία ἀνήκουν οἱ πιστοί, μὲ τὸν ἀνακαινισμὸ καὶ τὴν ἐνηλικίωσή τους μέσα στὴν φύση μας, καθὼς σημειώνει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «οὐ θέλομεν ἐκδύσασθαι, ἀλλ᾿ ἐπενδύσασθαι, ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς» (Β΄ Κορ. 5, 4).

Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνακαινιζομένου πιστοῦ, κατευθύνεται ταυτοχρόνως στὸ «νῦν» καὶ στὴν μέλλουσα Βασιλεία, ἡ ἐμπειρία τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ «νῦν». Ὁ ἀνακαινισμὸς βιοῦται ὡς ἀραβώνας πνευματικὸς καὶ ἡ μέλλουσα ζωὴ ὡς γάμος ἐν πνεύματι. Ἡ βίωση ἢ ὄχι τῶν ἐμπειρικῶν πραγματικοτήτων, θὰ εἶναι ἀνάλογη ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ προετοίμασε κανεὶς τὸν ἑαυτό του, ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς ἐπιλογὲς του καθορίζει τὸν τρόπο ὑπάρξεώς του στὸ μέλλον. Γιατί, ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, εἶναι πραγματικότητες ποὺ ἀρχίζουν νὰ βιώνονται ἀπὸ τώρα καὶ αὐξάνονται κατὰ τὸ πνευματικὸ μέτρο τοῦ καθενός, ὅμως, ἡ πληρότητά τους θὰ ἀποκαλυφθεῖ στὴν ἄλλη ζωή.

Μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι, ἀδιαλείπτως, στραμμένος πρὸς τὸν Θεό, ταπεινά διὰ τῆς προσευχῆς, εἶναι ἐνεργὸς μέσα του ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκφραζόμενη ὡς ἁγιοπνευματικὴ ζωή.

Ὁρισμένοι νομίζουν ὅτι τηροῦν ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀποροῦν γιατί τοὺς λείπουν οἱ θεοφάνειες καὶ οἱ ἐμπειρίες τοῦ ἀκτίστου φωτός. Ἄλλοι, ἀφελῶς, νομίζουν ὅτι θὰ τὶς ἔχουν ἀποκλειστικῶς στὴν μέλλουσα ζωή, χωρὶς νὰ ἔχουν καμμιὰ πρόγευσή τους στὸ παρόν. Ἀντὶ ὅμως, τὸ θέλημά μας νὰ εἶναι ὑποταγμένο στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐπιλέγουμε τὴν θλιβερὴ κατάσταση τῆς ἀδιαφορίας καὶ τοῦ ἐγωκεντρικοῦ θελήματός μας. Ὅμως, τὸ ζητούμενο εἶναι νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ἀποξένωσή μας ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τηροῦμε ὅλες τὶς ἐντολές Του, ὥστε νὰ ἐνεργοποιηθεῖ ἡ Βασιλεία Του χαρισματικῶς μέσα μας.

Καθώς, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὁ πιστὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ταυτοχρόνως ἀρρωστημένη καὶ ὑγιαίνουσα φύση. Ἢ εἶναι ὑγιὴς ἢ εἶναι ἀσθενής. Ἡ θεραπεία ἄλλωστε, τόσο ἀπὸ τὴν προπατορικὴ ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ἁμαρτία, δὲν ἀναμένεται στὸ μέλλον, ἀλλὰ παρέχεται πλήρως μέσα στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν παροῦσα ζωή. Διότι, δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν δύο βασιλεῖες καὶ δύο κυρίαρχοι ταυτοχρόνως (θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐγωκεκτρικὸ θέλημα). Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λειτουργήσει μέσα μας τέτοια «οἰκουμενικὴ κυβέρνηση». Ὅταν συμβαίνει πάντως νὰ ὑπάρχει κάτι τέτοιο, δὲν εἶναι σίγουρα «οἰκουμενική», ἀλλὰ γνήσια οἰκουμενιστική, δηλαδή, συγκρητιστική.

Ἀμέσως, μόλις ταπεινωθοῦμε, ζητώντας μόνον αὐτὴν τὴν Βασιλεία ἐνεργὸ μέσα μας, ὅλα τὰ ἄλλα τὰ βιοτικά, θὰ μᾶς τὰ διασφαλίσει ὁ Χριστός, ὡς τεκμήρια τῆς ἀξιοπιστίας τῶν λόγων του: «Ζητεῖτε πρώτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμίν». (Μτθ. 6, 33).

Ὁ ἀνακαινισμὸς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τοῦ πιστοῦ, ἐνεργεῖται μέσα στὴν ἱστορία, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας». (Β΄ Κορ. 6, 2). Γι΄ αὐτὸ ἐπιβάλλεται νὰ γίνουμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωὴ κοινωνοὶ καὶ μέτοχοι τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καὶ νὰ βιώσουμε μέσα μας τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπως ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «φύεται ἐν τῶδε τῷ βίῳ καὶ τᾶς ἀρχὰς ἐντεῦθεν λαμβάνει, τελειοῦται δὲ ἐπὶ τοῦ μέλλοντος», δηλαδή, (ὁ ἀνακαινισμός) ἐμφυτεύεται στὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ, τελειοποιεῖται ὅμως κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα, ὅταν θὰ φθάσει κανεὶς σ΄ ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως στὸ Θαβώρ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ βλέπουν οἱ ἅγιοι στὴν παροῦσα ζωή, τοποθετεῖται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ στὴν ἴδια βαθμίδα μὲ τὸ φῶς τῆς μελλούσης Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ φῶς, ποὺ θὰ περιλάμπει συνεχῶς, τοὺς ἀξίους κατὰ τὴν μέλλουσα ζωή, τὸ προοίμιο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θέωση ἑπομένως, ὡς δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ταυτίζεται μὲ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί τὸ νὰ γίνει κάποιος χαρισματικὰ θεός, εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ νὰ ἐπιτύχει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄναρχη καὶ ἄκτιστη, ἄναρχη καὶ ἄκτιστη εἶναι καὶ ἡ θέωση.

Ἡ πνευματικὴ προκοπὴ τῶν πιστῶν στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ εἶναι ἀπεριόριστη, καθὼς μποροῦν νὰ φθάσουν μέχρι τοῦ σημείου νὰ γίνουν κατὰ χάριν ὅ,τι ὁ Χριστὸς εἶναι κατὰ φύσιν. Αὐτὸς ἄλλωστε εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ἡ προοπτική τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἐκκλησία, ἡ αὔξηση τῆς δεκτικότητος τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέχρι τὴν «ἡμέρα Κυρίου». Τότε ποὺ θὰ λάμψει ὁ Θεὸς μὲ τὴν δόξα τῆς θεότητός Του, θὰ γίνει ἡ ἀνέσπερη καὶ ἀτελεύτητη ἡμέρα χαρᾶς τῶν Ἁγίων. Γιατί ἐνῶ ἡ ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Κυρίου στὸν κόσμο ἦταν φανέρωση ἀνακαινίσεως καὶ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία Του θὰ εἶναι παρουσία κρίσεως κόσμου.

Ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἔγινε ἤδη στοὺς πιστοὺς καὶ γίνεται πάντοτε σὲ ὅσους τὴν δέχονται. Ἑπομένως, ἡ «ἡμέρα Κυρίου» πρόκειται νὰ αἰφνιδιάσει μόνο τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ γιὰ τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους εἶναι ἤδη παροῦσα. Ὅσοι εἶναι ἀνακαινισμένοι πνευματικὰ μὲ μετάνοια, αὐτοὶ δὲν κρίνονται στὴν μέλλουσα κρίση, οὔτε ἐλέγχονται μὲ τὸ φῶς γιατί ἔχουν προφωτισθεῖ καὶ εἶναι τέκνα φωτὸς καὶ υἱοὶ τῆς μελλούσης Βασιλείας. Δηλαδή, ἡ «ἡμέρα τοῦ Κυρίου» πρόκειται νὰ ἀποκαλυφθεῖ αἰφνιδίως καὶ θὰ εἶναι παρουσία καὶ «ἀνάστασις κρίσεως» γιὰ ὅσους βρίσκονται μέσα στὸ σκότος τῶν παθῶν καὶ δὲν ἔχουν ἀκόμη ἀνακαινισθεῖ καὶ ὄχι βεβαίως γιὰ ἐκείνους ποὺ ἑλλάμπονται ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς.

Ἰδιαιτέρως δὲ ἡ Θεία Εὐχαριστία, δὲν εἶναι τίποτε λιγότερο ἀπὸ φανέρωση τοῦ καινοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας «ἐνεργοποίηση» τῶν ἐσχάτων, τῆς ἀναμενόμενης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὅταν ὁ πιστὸς γίνεται «κοινωνός» ἤδη ἀπὸ ἐδῶ, τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, γίνεται συγχρόνως συμμέτοχος καὶ κληρονόμος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.

Σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Θεολογία, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὅ,τι φαίνεται πὼς εἶναι, ἀλλὰ ὅ,τι πρόκειται νὰ γίνει, ἀφοῦ ἔχει κληθεῖ νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεός. Ἑπομένως, ἡ ἁγιοπνευματικὴ ζωή, εἶναι ἄκτιστη ζωὴ καὶ παρέχεται, χαρισματικῶς, μόνον μέσα στὸ πλαίσιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν ἐντοπίσει σὲ καμμιὰ ἄλλη θρησκεία ἢ στοὺς ἑτεροδόξους αἱρετικοὺς χριστιανούς.

Ὡς ἀπαύγασμα, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ζωή, κυριαρχεῖ σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ πιστοῦ, στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἡ καθαρότητα τῆς πίστεως καὶ ἡ ὀρθότητα τοῦ βίου συνιστοῦν ἀπὸ κοινοῦ τὴν εὐσέβεια τῶν πιστῶν. Ἡ σωστὴ θεωρητικὰ πίστη καθεαυτὴν ἀπὸ μόνη της, δὲν ἔχει σωτηριολογικὸ χαρακτήρα ὅταν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι διεφθαρμένη, γιατί δὲν ἐνεργεῖ μαγικά, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ ἄρρηκτη σύνδεση μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ζωή, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «οὐδὲν γὰρ ὄφελος ἠμὶν εἰς σωτηρίαν, δογμάτων ὑγιῶν, διεφθαρμένης ἠμὶν τῆς ζωῆς».

Ἂς ἀγρυπνοῦμε προσευχόμενοι, γρηγοροῦντες γιὰ νὰ μᾶς βρεῖ ὁ Κύριος ἕτοιμους πνευματικά, καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας Του. Ἀμήν.
πηγή