Τὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας

Τὸ φυσικὸ αἴτημα γιὰ ἄνοδο καὶ πρωτιὰ ἔχει τὶς ρίζες του στὴν ἀρχὴ τῆς δημιoυργίας, τότε ποὺ ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους «ἀρχέτωσαν ἐπὶ πάσης τῆς γῆς». Ἡ ἔμφυτη τάση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνει ψηλὰ καὶ νὰ προοδεύει στὴν ἐπιστήμη, τὴν τεχνολογία καὶ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδά τῆς ζωῆς βελτιώνει τὴν ποιότητά της καὶ προάγει τὸν πολιτισμό.

Ἡ ἔμφυτη, ὅμως, αὐτὴ τάση διαστρέφεται ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ σὲ πάθος καὶ ἁμαρτία.

Εἶναι ἡ συνέπεια τῆς πτώσης τῶν πρωτοπλάστων, τότε ποὺ τὰ πράγματα ἀντιστράφηκαν. Ὁ ἐγωισμὸς παραβίασε τὰ ὅρια τῆς φύσης καὶ τῆς ζωῆς.

Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι προσανατολισμένος στὸν Θεό, γίνεται ἀναπόφευκτα ἐγωκεντρικὸς καὶ φιλόδοξος, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι γίνονται μέσα γιὰ τὴ δική του ἱκανοποίηση.

Ὁ πόθος τῆς φιλοδοξίας γίνεται πάθος ποὺ ἀναζητᾶ νὰ παραμερίσει, νὰ ὑποτάξει, νὰ καταδυναστεύει καὶ νὰ καταπιέσει τοὺς ἄλλους. Γι’ αὐτὸ ὁ φιλόδοξος εἶναι ἀδίστακτος καὶ σκληρός. Κατεβάζει τοὺς ἄλλους προκειμένου νὰ ἀνεβεῖ αὐτός.

Ἐπιδιώκει ἀξιώματα ὄχι γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν. Ἔτσι δηλητηριάζει τὶς διαπροσωπικές του σχέσεις καὶ τὶς ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέξοδο. Γίνεται μισητὸς καὶ ἀτιμώτερος πάντων.

Μέσα στὴ φιλαρχία του πνίγεται ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια, τὴν κολακεία, τὴν ὑποκρισία καὶ καταλήγει στὸ πικρὸ κενό τῆς ματαιοφροσύνης. Ἔστω καὶ ἂν ἀναρριχηθεῖ σὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα, ἔστω καὶ ἂν πετύχει τὶς ματαιόδοξες ἐπιδιώξεις του, παραμένει ἀχόρταγος, παραδομένος στὸ τυραννικὸ καὶ ἀνικανοποίητο πάθος του.