Τα σήμαντρα του Μειονοτικού Ελληνισμού χτυπάνε ακόμα, αλλά ποιος τα ακούει;

”Δεν έχουμε χτίσει στους καιρούς / μνημεία βασιλιάδων / ούτε μνημεία αυτοκρατόρων. Εμείς οι αρχαίοι και απλοί / σηκώσαμε κάτι το δικό μας: σηκώσαμε όρθιο μόνο τον εαυτό μας”*. Κι ο εαυτός μας, ο εαυτός των Ελλήνων, είναι βαρύς και ασήκωτος σαν Ιστορία.

Πράγματι, ”Είναι μεγάλο πρόβλημα να έχεις μεγάλη Ιστορία, γιατί έχεις περισσότερες μνήμες απ’ όσες μπορείς να σηκώσεις”**. Και εμείς οι Έλληνες αρχίσαμε να τις μετράμε και να τις σηκώνουμε απ’ την εποχή του λίθου ακόμα (13.000 π Χ-3.200 πΧ), σαν Παλαιολιθική, Μεσολιθική και Νεολιθική Ελλάδα.

Ύστερα συνεχίσαμε το μέτρημα με βάση τους πολιτισμούς κατά τόπους με κατάληξη το 1100 πΧ (Κυκλαδικό – Μινωικό – Αιγαιακό, Μυκηναϊκό). Κι αφού τελειώσαμε με αυτούς, πιάσαμε να μετράμε τις μνήμες μας ανά εποχές ως τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου το 323 πΧ (Γεωμετρική – Αρχαϊκή – Κλασική), για να καταλήξουμε στις ιστορικές περιόδους ως το 1821 (Ελληνιστική – Ρωμαϊκή – Βυζαντινή – Οθωμανική) και να φτάσουμε στα Νεότερα χρόνια ως σήμερα.

Μια μακρά, ατελεύτητη πορεία του Γένους μας που από κάποιο σημείο και ύστερα (αρχές της πρώτης χιλιετίας) – πότε ομαλά και πότε βίαια – έσμιξε ιστορικά με την πορεία του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας, έτσι που να μιλάμε για εξελληνισμό του Χριστιανισμού και για εκχριστιανισμό του Ελληνισμού.

Του Ελληνισμού, της Ρωμιοσύνης, που αποτελούσε πάντα το ”χρυσόμαλλο δέρας” για τους διεκδικητές της ελληνικής ταυτότητας και επικράτειας. Της Ρωμιοσύνης που, κι όταν ακόμα πήγαινε να σκύψει ”με το σουγιά στο κόκαλο και το λουρί στο σβέρκο” ***, πετιόταν αφυπνισμένη κι αντρίευε, θέριευε και καμάκωνε τους εχθρούς της με το καμάκι της αντρειοσύνης της και τον ήλιο τον νοητό της Δικαιοσύνης.

Τι κι αν βασίλεψε η Βασιλεύουσα την αποφράδα ημέρα του Ορθόδοξου Ελληνισμού; Τι κι αν σίγησαν τα τετρακόσια σήμαντρα και οι εξηνταδυό καμπάνες της Μεγάλης Εκκλησίας της; Τα σήμαντρα των Χαμένων Πατρίδων του Ελληνισμού χτυπάνε ακόμα στην καρδιά της κάθε εξόριστης ελληνικής μειονότητας.

Και είναι ένας χτύπος πότε δοξαστικός και πότε θρηνητικός, αντανάκλαση εκείνου που βγαίνει απ’ τα στήθη των πονεμένων παιδιών της, που απευθύνονται με παράπονο στην Μητέρα Πατρίδα τους ζητώντας αλληλεγγύη και αγάπη.

”Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική / το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου. / Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…”. **** Κι αυτήν τη γλώσσα τίμησαν και τιμούν αιώνες τώρα οι ελληνικές μειονότητες κουβαλώντας μέσα απ’ αυτήν τα πολύτιμα ιστορικά του κειμήλια, τα κλέη των κοινών μας προγόνων.

Ο πνευματικός δίαυλος, άλλωστε, ενώνει ‘ες αεί’ τη γενέθλια γη των Χαμένων Πατρίδων με την μητροπολιτική Ελλάδα. Κι όσο διατηρείται άσβεστη η μνήμη τους, διατηρούνται κι αυτές κουβαλώντας τις διακρίσεις και τις θυσίες τους, τα λάθη και τις αβελτηρίες τους όπως τα κατέγραψε η ελληνική Ιστορία.

Λάθη και αβελτηρίες που εκπορεύονται απ’ τις ελληνικές κυβερνήσεις οι οποίες δεν φρόντιζαν να ανανεώνουν σε τακτά διαστήματα τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ελληνικών μειονοτήτων, παρά μόνο ευκαιριακά, για να τις αφήσουν στο τέλος στην τύχη τους.

Έτσι εξηγείται γιατί συρρικνώνονται με τον χρόνο (για να μην πω ότι αποδεκατίζονται στοχευμένα και ανθελληνικά) οι ελληνικές μειονότητες στην Κωνσταντινούπολη, την Αλβανία, την Ίμβρο και την Τένεδο, ενώ υπάρχουν μη αναγνωρισμένες σε όλη την Βαλκανική.

Αρκεί να σκεφτούμε ότι στην Τουρκία υπάρχει πλήθος κρυπτοχριστιανών ελληνικής καταγωγής (που εξηγεί και το γεγονός ότι συρρέουν κατ’ έτος στον Αη-Γιώργη της Πριγκίπου χιλιάδες Τούρκοι προσκυνητές), ενώ συντελείται από χρόνια ο εκσλαβισμός των ελληνικής καταγωγής βλαχόφωνων πληθυσμών των Σκοπίων (εγκατεστημένων κυρίως σε ελληνόφωνες περιοχές όπως το Μοναστήρι, η Τζουμαγιά, ο Πρίλαπος [Περλεπές], η Γευγελή, το Πέχτσεβο, το Κρούσοβο, το Μπούκοβο και η Στρούγκα).

Για το παραπάνω θέμα των μην αναγνωρισμένων ως μειονοτικών Ελλήνων δεν έδειξε ποτέ κανένα ενδιαφέρον η ελληνική Πολιτεία δια των εκάστοτε εκπροσώπων της στο υπουργείο Εξωτερικών, εξαιρουμένης της Βιργινίας Τσουδερού η οποία είχε προσεγγίσει με ζέση (επί υπουργίας της) το αίτημα απογόνων των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων του ’49 για αναγνώριση ελληνικής μειονότητας στα Σκόπια προ του κινδύνου αφομοίωσής τους από τους γηγενείς Σλάβους.

Τελευταία απόδειξη της αδιαφορίας της νυν κυβέρνησης – και της Αξιωματικής αντιπολίτευσης συνακόλουθα, που δείχνει να μη συγκινείται από τα θέματα των ελληνικών μειονοτήτων – είναι η προ ημερών άκαρπη προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου να επικοινωνήσει με το Μαξίμου για το θέμα της μη στελέχωσης των σχολείων της ελληνικής μειονότητας Αλβανίας από Έλληνες εκπαιδευτικούς για το σχολικό έτος 2021-’22.

Η επίσημη απάντηση που δόθηκε μιλά για ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης του θέματος, ενώ ανεπίσημοι κύκλοι επιρρίπτουν ευθύνες στην γραφειοκρατία του υπουργείου Παιδείας και η αρμόδια υπουργός Νίκη Κεραμέως δηλώνει άγνοια για τις αποσπάσεις Ελλήνων εκπαιδευτικών.

Γεγονός που, από μόνο του, αποτελεί απτή απόδειξη της έλλειψης έγνοιας, φροντίδας και πολιτικών αντανακλαστικών εκ μέρους των κυβερνώντων για τους Ομογενείς της Βορείου Ηπείρου, τους οποίους (σε συμπαιγνία με την κυβέρνηση της Ρουμανίας, η οποία ανακινεί προπαγανδιστικά από τα τέλη του 19ου αι. και εντεύθεν το ”Κουτσοβλαχικό Ζήτημα”) ο Έντι Ράμα έχει σκοπό να αφελληνίσει.

Και δεν υπερβάλλω καθόλου σ’ αυτό, γιατί ο Αλβανός πρωθυπουργός απεργάζεται από καιρό τα συμφέροντα και την ίδια την εθνική υπόσταση των Βορειοηπειρωτών (η παρουσία των οποίων στην αρχαία Ιλλυρία ανάγεται στον 7ο αι. πΧ) με στόχο να τους ”ρουμανοποιήσει”, να τους παρουσιάσει δηλαδή δημογραφικά (στην απογραφή του 2022) ως έλκοντες την καταγωγή από την Ρουμανία.

Εξού και οι εκκλήσεις του Έλληνα ιεράρχη προς την ελληνική Πολιτεία για την προστασία τους. Εκκλήσεις απόλυτα δικαιολογημένες, αφού ο Αναστάσιος θέλει να προλάβει την εφαρμογή των δόλιων σχεδίων του φιλότουρκου Ράμα όχι μόνο στους ελληνόφωνους πληθυσμούς αλλά και τους βλαχόφωνους της ελληνικής μειονότητας (με καταγωγή απ’ το αρχαίο ελληνικό φύλο των Αρουμούνιων, τους οποίους ο Στράβων ονομάζει ”Αντιτάνες”) που έχουν ελληνική συνείδηση και αρνούνται οποιαδήποτε σχέση με την Ρουμανία.

Σημειωτέον ότι η κλιμάκωση της επιθετικής πολιτικής του Ράμα απέναντι στην ελληνική μειονότητα της Αλβανίας είχε σαν απαρχή τη δολοφονία του Κωνσταντίνου Κατσίφα (για την οποία απεφάνθη η αλβανική δικαιοσύνη ότι ήταν… ”αυτοκτονία”).

Γεγονός που έδωσε σήμα στις αλβανικές Αρχές (οι οποίες δείχνουν να ενοχλούνται απ’ τις ελληνικές σημαίες και το κοιμητήριο των Ελλήνων πεσόντων στρατιωτών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) να προβαίνουν περιοδικά σε σειρά έκνομων ενεργειών (υφαρπαγή περιουσιών, συλλήψεις ”αντιφρονούντων” Βορειοηπειρωτών, συλήσεις ναών, εκσκαφή τάφων για αμαύρωση της μνήμης νεκρών κλπ), προκειμένου να εκμηδενίσουν την ελληνική μειονότητα.

Τα δεδομένα αυτά φέρνουν όλο και πιο κοντά τα πέτρινα χρόνια των Βορειοηπειρωτών επί καθεστώτος Χότζα-Αλία, καθώς απομακρύνουν την Αλβανία από την Τελική Πράξη του Ελσίνκι (βλ. ”Κώδικα Συμπεριφοράς” τον οποίο συνυπέγραψαν 35 χώρες-μέλη το 1975 για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη) και τις αποφάσεις του ΟΑΣΕ (Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη), που δημιούργησε ελπίδες για βελτίωση των όρων διαβίωσης της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας (ΕΕΜ) στην Αλβανία.

Ελπίδες που έσβησε η κυβέρνηση Ράμα όπως έσβησε απ’ τα σχολικά εγχειρίδια κάθε αναφορά στους Βορειοηπειρώτες ενισχύοντας παράλληλα τα κεφάλαια που κάνουν λόγο για ”αλβανικές περιοχές” στην Ελλάδα και υιοθετώντας προκλητικά τα δήθεν ανθρωπιστικά αιτήματα των τσάμηδων (απογόνων εγκληματιών πολέμου του ’41-’44) τα οποία κρύβουν τις μόνιμες διεκδικήσεις του αλβανικού εθνικισμού για επιστροφή περιουσιών – εδαφών και αναγνώριση ”γενοκτονίας” του ελληνικού στρατού σε βάρος τους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κι αυτό, αν μη τι άλλο επιβεβαιώνει πως ήταν έπεα πτερόεντα τα λόγια του Αλβανού Προέδρου Μπαμίρ Τόπι το 2011 (κατά την επίσκεψή του στην κοινότητα Βρυσερών, στην Άνω Δρόπολη Αργυροκάστρου) περί ”Γέφυρας Φιλίας” που χτίζεται μεταξύ Αλβανίας – Ελλάδας με διαμεσολαβητή την ελληνική μειονότητα.

Στη διάψευση των προσδοκιών του, άλλωστε, συντείνει η επί τα χείρω αλλαγή των συνθηκών διαβίωσης για τους αδελφούς μας εκεί, κάτι που απέδειξε η τελευταία απογραφή (2011) η οποία τους αριθμεί σε 58.000, την ίδια στιγμή που οι κάτοχοι του Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Ομογενούς (με το οποίο το Ελληνικό κράτος εφοδιάζει τους Ομογενείς μας από την Αλβανία) φτάνουν τους 240.000.

Όπερ σημαίνει ότι με Μπερίσα ή με Ράμα η Ελληνική Εθνική Μειονότητα Αλβανίας ήταν, είναι και θα είναι μόνιμο θύμα του Αλβανικού κράτους, αν συνεχίσει η Αθήνα να εθελοτυφλεί και να μη μπορεί να χαράξει μια στρατηγική προστασίας των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων των Βορειοηπειρωτών.

Κατά τη γνώμη μου μάλιστα, εθελοτυφλεί εσκεμμένα η Αθήνα (κοινώς στρουθοκαμηλίζει μετά λόγου γνώσεως) γιατί έπεσε θύμα και η ίδια. Θύμα της αριστερο-κεντροδεξιάς ιδεοληψίας των κακών συμβούλων της κυβέρνησης.

Των γνωστών και μη εξαιρετέων συμβούλων οι οποίοι – όπως θεωρούν ”μαξιμαλιστική” την δικαιωματική επέκταση των ΕΧΥ στα 12 νμ – έτσι ερμηνεύουν ως ”ελληνικό μεγαλοϊδεατισμό” κάθε πολιτική υπεράσπισης των δικαίων της ελληνικής μειονότητας Αλβανίας, με το δικαιολογητικό ότι θα παρερμηνευτεί αυτή απ’ την γείτονα χώρα γιατί θα εκληφθεί ως αμφισβήτηση της εδαφικής της ακεραιότητας…

Με άλλα λόγια μένει απροστάτευτη η ελληνική εθνική μειονότητα εκεί (όπως συμβαίνει και με τις άλλες, αναγνωρισμένες ή μη στα Βαλκάνια) υπό τον φόβο μήπως εκληφθεί η ελληνική παρέμβαση για υπεράσπιση των δικαιωμάτων της ως εκδήλωση ελληνικού… ”μεγαλοϊδεατισμού” που θα φέρει σε ίση μοίρα τους κατά τόπους εθνικιστές με τους Έλληνες κυβερνήτες…

Κατά τα άλλα, τα σήμαντρα του Μειονοτικού Ελληνισμού χτυπάνε ακόμα, αλλά ποιος τα ακούει;

πηγή