Τα WikiLeaks που αποκάλυψαν την υποτελή Ελλάδα – Ο Ασάνζ άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο
Ελεύθερος είναι πλέον ο Τζούλιαν Ασάνζ, ο δημοσιογράφος που τόλμησε να τα βάλει με διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ, μετά τη συμφωνία που έκλεισε με τις αμερικανικές αρχές, βάζοντας τέλος στον επί 14 χρόνια γολγοθά του. Δήλωσε ένοχος για κατασκοπεία στο αμερικανικό ομοσπονδιακό δικαστήριο της Σαϊπάν, πρωτεύουσας των Βόρειων Μαριανών Νήσων στον Ειρηνικό Ωκεανό, κι έτσι κέρδισε την ελευθερία του και επέστρεψε στην Αυστραλία. Τα WikiLeaks, δημιούργημα του 52άχρονου ακτιβιστή, ήταν και παραμένουν επανάσταση για τη δημοσιογραφία, καθώς έβγαλαν στη φόρα τα άπλυτα της διπλωματίας και της πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ και των συνεργατών τους. Πολλές από τις αποκαλύψεις τους είχαν δε… μεγάλο ελληνικό ενδιαφέρον.
Ολα αυτά τα χρόνια ο πλανήτης ενημερώθηκε από τα WikiLeaks μεταξύ άλλων για τις απάνθρωπες συνθήκες στις φυλακές του Γκουαντάναμο, τις παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων από τον αμερικανικό στρατό κατά τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, τα πάρε δώσε των αμερικανικών πρεσβειών ανά τον κόσμο με κυβερνήσεις (ανάμεσά τους και η ελληνική), όπως και για υποθέσεις κατασκοπείας, τη συνωμοσία κατά του Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, μέχρι και για την εξαγορά της Ολυμπιακής από την Aegean και τα σχέδια του ΔΝΤ για πιστωτική ασφυξία σε βάρος της Ελλάδας.
Το ξεπούλημα της Ολυμπιακής
Η εξαγορά της Ολυμπιακής ήταν μεταξύ των θεμάτων που βρέθηκαν στο… μικροσκόπιο του Ασάνζ. Ενα τηλεγράφημα του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα τον Ιούλιο του 2005 που δημοσίευσαν τα WikiLeaks ήρθε να επιβεβαιώσει πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο της γερμανικής ηγεμονίας, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διάλυση των Ολυμπιακών Αερογραμμών και στην απορρόφηση της Olympic Air από την Aegean. Στο τηλεγράφημα της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα προς την Ουάσινγκτον, προς ενημέρωση για τη συνάντηση των Θόδωρου Βασιλάκη και Ευτύχη Βασιλάκη με τον τότε πρεσβευτή Τσαρλς Ράις για την αγορά αεροσκαφών της ευρωπαϊκών συμφερόντων Airbus και όχι της αμερικανικής Boeing, αποκαλύφθηκε ότι η Ολυμπιακή θα έπαυε να υπάρχει σε έξι μήνες.
Ελληνικά ΜΜΕ σε γραμμή ΗΠΑ
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τρία τηλεγραφήματα της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα προς την Ουάσινγκτον το 2006, το 2008 και το 2010, στα οποία γίνεται αναφορά για την ελληνική δημοσιογραφία, τον Αλέξη Παπαχελά, τους τηλεοπτικούς σταθμούς Mega και Σκάι και τα free press. Ενα από αυτά αναφέρεται στην εκπομπή «Οι νέοι φάκελοι» με θέμα την τότε κρίση Γεωργίας – Ρωσίας, υποστηρίζοντας ότι ένας από τους τρεις συντελεστές της εκπομπής ενημέρωνε το γραφείο Τύπου της αμερικανικής πρεσβείας για το ρεπορτάζ και λάμβανε οδηγίες για το μοντάζ. Σχολιάζοντας τη σχετική δημοσίευση, η δημοσιογράφος Σοφία Παπαϊωάννου αρνήθηκε την ανάμειξη των Αμερικανών στο μοντάζ της εκπομπής. Σε άλλο τηλεγράφημα γίνεται λόγος για προσπάθεια των Αμερικανών να επιτύχουν μεγαλύτερο έλεγχο στις σχολές δημοσιογραφίας αλλά και στα free press ώστε η νέα γενιά δημοσιογράφων να μην είναι τόσο αρνητικά διακείμενη στην Αμερική και την πολιτική της.
Μακεδονία και ιδιωτικά ΑΕΙ
Σύμφωνα με απόρρητα αμερικανικά έγγραφα, το 2005 ο τότε υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Καραμανλή Πέτρος Μολυβιάτης συμφώνησε με την πρόταση του διαπραγματευτή Μάθιου Νίμιτς να υπάρχει το «Μακεδονία» ως συνθετικό της ονομασίας της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας (πΓΔΜ). Στις συναντήσεις με την αμερικανική πρεσβεία η ελληνική πλευρά –κυρίως η Ντόρα Μπακογιάννη που ανέλαβε το ΥΠΕΞ το 2006– υποστήριξε ότι έχει διανύσει το 80% του δρόμου για τη συμφωνία. Ερωτηθείς τον Αύγουστο του 2007 τι εννοεί με αυτό η ελληνική κυβέρνηση, ο πρώην ΥΠΕΞ απάντησε πως η Ελλάδα έχει δεχτεί από το 2005 τη σύνθετη ονομασία με τον όρο «Μακεδονία».
Το 2009 τηλεγράφημα της αμερικανικής πρεσβείας που δημοσίευσαν τα WikiLeaks αποκάλυψε την επικοινωνία του τότε Αμερικανού πρεσβευτή Ντάνιελ Σπέκχαρντ με την τότε υπουργό Παιδείας Αννα Διαμαντοπούλου. Ετσι μαθεύτηκε πως η υπουργός συμμεριζόταν πλήρως το αμερικανικό ενδιαφέρον για την όσο το δυνατό ταχύτερη νομιμοποίηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Κάτι παρόμοιο συνέβη και το 2012 με τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη. Σε εμπιστευτικό τηλεγράφημα αναφέρεται η συνάντηση του τότε υπουργού Παιδείας με στελέχη της αμερικανικής πρεσβείας, κατά τη διάρκεια της οποίας τους περιέγραψε τα κενά, τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, ενώ «δέχτηκε με ενθουσιασμό τη βοήθεια των ΗΠΑ στην εφαρμογή ενός εθνικού συστήματος εισόδου στα πανεπιστήμια».
Οι πόλεμοι της τρόικας
Ανάμεσα στις διαρροές των WikiLeaks που τράβηξαν την προσοχή είναι το τηλεγράφημα που δημοσιοποίησε τους διαλόγους από τηλεδιάσκεψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) το 2016, στο οποίο αποκαλύφθηκε το χάσμα μεταξύ αυτού και ευρωπαϊκών θεσμών για το ελληνικό ζήτημα. Ο πρώην διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Ταμείου Πόουλ Τόμσεν φέρεται να πρότεινε να μην επιστρέψει το ΔΝΤ στην Ελλάδα, ώστε να καθυστερήσει η αξιολόγηση και έτσι η Αθήνα να βρεθεί στο χείλος της χρεοκοπίας. Επειτα, να παρουσιαστεί μια πιστωτική «λύση» προκειμένου να υποχρεωθεί να δεχτεί τα σκληρά μέτρα του ΔΝΤ.
Η «θυσία» στον σκοτεινό νόμο των ΗΠΑ περί κατασκοπείας
Η συμφωνία του Ασάνζ με τις ΗΠΑ αποτελεί αναμφίβολα μεγάλη νίκη για τον ιδρυτή των WikiLeaks, ο οποίος τα τελευταία πέντε χρόνια ήταν έγκλειστος στις βρετανικές φυλακές Μπέλμαρς, υποφέροντας από σοβαρά ιατρικά προβλήματα, ενώ νωρίτερα βρισκόταν εγκλωβισμένος για επτά χρόνια στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο. Ομως παρά τους πανηγυρισμούς για τη λύτρωσή του, οι εξελίξεις στην υπόθεσή του μάλλον στέλνουν και ένα επικίνδυνο μήνυμα για εκείνους που θέλουν να βαδίσουν στον δρόμο που χάραξε ο Ασάνζ.
Οι Αμερικανοί εισαγγελείς προσπάθησαν εδώ και καιρό να τον «δέσουν» με κατηγορίες κατασκοπείας και το κατάφεραν, καθώς ο Ασάνζ δήλωσε ένοχος για διαρροή μυστικών που αφορούν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Χρειάστηκε δηλαδή για την ελευθερία του να θυσιάσει κάτι επίσης πολύτιμο: την αρχή που διέπει την υπεράσπισή του. Αυτό υποστήριξε άλλωστε και η σύζυγός του Στέλλα Ασάνζ, η οποία σημείωσε: «Ομολογώντας την ενοχή του, δήλωσε ένοχος για τη διάπραξη δημοσιογραφίας. Αυτή η υπόθεση ποινικοποιεί την ίδια τη δημοσιογραφική δραστηριότητα, τη συγκέντρωση πληροφοριών και τη δημοσίευσή τους».
Σε αυτό τον αγώνα και ο Ασάνζ νίκησε αλλά και οι ΗΠΑ δεν έχασαν. Αυτό γιατί η συμφωνία του με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο για τη δημοσιογραφία. Για να γίνει κατανοητό χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στον σκοτεινό νόμο του 1917 περί κατασκοπείας, ο οποίος είχε αρχικά σχεδιαστεί για την προστασία του αμερικανικού κράτους από ξένους πράκτορες. Οταν λοιπόν κάποιος επιδιώξει να ενημερώσει το κοινό για τυχόν παρατυπίες που συμβαίνουν στο παρασκήνιο διώκεται βάσει αυτού του νόμου, τον οποίο πολλοί δικηγόροι έχουν χαρακτηρίσει αμφιλεγόμενο και κακοσχεδιασμένο.
Στο επίκεντρό του βρίσκονται δύο ενότητες του Ποινικού Κώδικα των ΗΠΑ, οι 793 και 794. Η ενότητα 794 ποινικοποιεί την «παραδοσιακή» κατασκοπεία, καθιστώντας δηλαδή παράνομη τη συλλογή πληροφοριών για λογαριασμό μιας ξένης κυβέρνησης. Η 793 είναι αυτή που χρησιμοποιείται για το κυνήγι των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος, κλείνοντας τα μάτια στην πρώτη τροπολογία του αμερικανικού συντάγματος η οποία προστατεύει την ελευθερία του λόγου. Περιλαμβάνει έξι περίπλοκες ρήτρες που αποσκοπούν στην προστασία απόρρητων πληροφοριών, καθιστώντας παράνομη τη «μη εξουσιοδοτημένη συλλογή και κοινοποίησή τους σε πρόσωπα που δεν το δικαιούνται». Στην περίπτωση του Ασάνζ όμως το «έγκλημα» που διέπραξε είναι ότι μοιράστηκε την αλήθεια με την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Για να γίνει κατανοητή η χρήση –ή και εργαλειοποίηση– του νόμου περί κατασκοπείας από τον Λευκό Οίκο τις τελευταίες δεκαετίες αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τα οκτώ χρόνια που βρισκόταν στην εξουσία, η κυβέρνηση Ομπάμα απήγγειλε αντίστοιχες κατηγορίες για αποκάλυψη πληροφοριών στα μέσα ενημέρωσης σε οκτώ μάρτυρες δημόσιου συμφέροντος, με πιο γνωστούς τον Εντουαρντ Σνόουντεν και την Τσέλσι Μάνινγκ. Επειτα η κυβέρνηση Τραμπ απήγγειλε έξι κατηγορίες για κατασκοπεία μέσα σε τέσσερα χρόνια. Ο αριθμός μπορεί με μια πρώτη ματιά να μη φαίνεται τόσο μεγάλος, όμως από την ψήφισή του το 1917 έως και το 2008 είχαν ασκηθεί συνολικά μόλις πέντε τέτοιες κατηγορίες για υποθέσεις διαρροής πληροφοριών.
Η δικαιολογία
Στην περίπτωση του Ασάνζ οι Αμερικανοί εισαγγελείς βρήκαν δε και ένα παραθυράκι για να δικαιολογήσουν την εφαρμογή του νόμου. Υποστήριξαν ότι ο 52άχρονος δεν είναι κανονικός δημοσιογράφος αλλά χάκερ και ακτιβιστής με δική του ατζέντα, ο οποίος έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή αμερικανικών πηγών και επαφών, οπότε ο νόμος περί κατασκοπείας μπορούσε να εφαρμοστεί χωρίς να θίγεται η ελευθερία του Τύπου. Δεν κατάφεραν ωστόσο να πείσουν τους υπέρμαχους των πολιτικών ελευθεριών, για τους οποίους δεν έχει καμία σημασία η ιδιότητα του ιδρυτή των WikiLeaks, αφού αυτά για τα οποία κατηγορήθηκε είναι στην πραγματικότητα αυτά που κάνουν –και οφείλουν να κάνουν– οι δημοσιογράφοι.
Ο Ασάνζ είναι ελεύθερος, ωστόσο ο νόμος περί κατασκοπείας θα εξακολουθεί να κρέμεται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των δημοσιογράφων που θέλουν να αποκαλύψουν κυβερνητικά μυστικά. Υπό τον φόβο ότι κινδυνεύουν να συλληφθούν οπουδήποτε στον κόσμο, θα μπορούσαν να αποθαρρυνθούν από το να φέρουν στο φως παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων και εντέλει να λυγίσουν, καταφεύγοντας στην αυτολογοκρισία προκειμένου να αποφύγουν τη φυλακή.