Ταπεινός εἶναι αὐτός πού χαίρεται ὅταν τόν περιφρονοῦν.

Κάποιος Κωνσταντῖνος, ἄνθρωπος πάρα πολὺ εὐλαβής, κατοικοῦσε στὴν πόλη Ἀγκώνα τῆς Ἰταλίας καὶ ὑπηρετοῦσε στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Κάποτε ποὺ τελείωσε τὸ λάδι καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε μὲ τί νὰ ἀνάψει τὰ κανδήλια, τὰ γέμισε μὲ νερό, ἔβαλε τὸ συνηθισμένο φυτίλι στὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ καὶ τὰ ἄναψε σὰν νὰ εἶχαν λάδι.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ ἔκανε τέτοια θαύματα, ἀκοῦστε τί ταπείνωση εἶχε.
Ἐπειδὴ ἡ φήμη τοῦ εἶχε διαδοθεῖ σὲ ὅλες τὶς γύρω περιοχὲς ἀπὸ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκανε μέσω αὐτοῦ ὁ Ἅγιος Θεός, πήγαιναν πολλοὶ γιὰ νὰ τὸν δοῦν καὶ νὰ πάρουν κάτι ἀπὸ τὴ Χάρη ποὺ εἶχε ἡ παρουσία του. Κάποια φορᾶ πῆγε καὶ ἕνας γεωργὸς ἀπὸ μέρος μακρινὸ γιὰ νὰ τὸν δεῖ. Ἔτυχε ὁ Ἅγιος νὰ εἶναι ἀνεβασμένος πάνω σ’ ἕνα σκαμνὶ ξύλινο καὶ νὰ ἑτοιμάζει τὰ κανδήλια γιὰ νὰ τὰ ἀνάψει. Ἦταν μάλιστα πολὺ κοντὸς στὸ ἀνάστημα, μὲ ἀδύνατο σῶμα καὶ ἄσχημο πρόσωπο. Ὁ γεωργὸς λοιπὸν ζητοῦσε ἐπίμονα νὰ τοῦ δείξουν ποιὸς εἶναι ὁ εὐλαβέστατος ἄνθρωπος Κωνσταντῖνος. Οἱ παρευρισκόμενοι τοῦ ἔδειξαν τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποὺ ἦταν πάνω στὸ σκαμνί.

Ὁ γεωργὸς τότε, ἐπειδὴ ἔκρινε τὴν ἁγιότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν κατασκευὴ τοῦ σώματος, μόλις τὸν εἶδε τόσο κοντὸ καὶ ἀδύνατο, σκέφθηκε μήπως δὲν εἶναι αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε ἀκούσει ὅτι κάνει θαύματα καὶ εἶναι μεγάλος καὶ σπουδαῖος.
Ὅταν ὅμως ἔμαθε ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους ὅτι αὐτὸς πραγματικὰ εἶναι ὁ εὐλαβὴς Κωνσταντῖνος, τὸν σιχάθηκε ἀπὸ τὸ σχῆμα καὶ τὴ σωματική του κατασκευὴ καὶ εἶπε εἰρωνικά:
Ἐγὼ περίμενα νὰ δῶ ἄνθρωπο. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἔχει καμιὰ ὁμοιότητα μὲ ἄνθρωπο.
Μόλις ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ, ἄφησε τὰ κονδύλια, ἔτρεξε γρήγορα, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τοῦ εἶπε:
– Ἀδελφέ, σοὺ χρωστῶ μεγάλη χάρη. Μόνο ἐσὺ ἔχεις ἀνοικτὰ τὰ μάτια σου. Μόνο ἐσὺ κατάλαβες ποιὸς πραγματικά.

Εὐεργετινός
ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΑ