Αφήνεται στην πρόνοια και το έλεος του Θεού σε χαρές και λύπες, σε πειρασμούς και βάσανα. Δεν δέχεται κανέναν λογισμό. Σταυρώνει τη λογική και το θέλημά του. Δεν ταράσσεται. Στηρίζει τα πάντα στη χάρη Του. Ξέρει ότι «εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες· εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων» (Ψαλμ. 126:1-2). Ελεύθερος από φόβους και άγχη, γίνεται σαν μικρό παιδί και λέει: «Θεέ μου, δεν ξέρω τίποτα, δεν καταλαβαίνω τίποτα, μόνον Εσένα ζητώ»! Τότε απολαμβάνει τη χαρά και τη μακαριότητα της Βασιλείας του Θεού που ανήκει στα παιδιά.
Ο ταπεινός άνθρωπος απολαμβάνει μιαν εσωτερική πληρότητα. Δεν απαιτεί, δεν συγκρούεται. Ενώ προσφέρει τον δικό του χώρο στον άλλον, η καρδιά του διευρύνεται τόσο, ώστε να χωρά όλη την οικουμένη. Επιλέγει ως τρόπο ζωής το να γίνεται αυτός τροφή για τους άλλους, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου: «Λάβετε, φάγετε…»…
Οι Πατέρες τονίζουν ότι η κατά Χριστόν ταπείνωση δεν είναι αποτέλεσμα λογικής διεργασίας και κατανόησης ούτε συναισθηματικής έξαρσης. Οπωσδήποτε, οι δύο μεγάλες αυτές δυνάμεις της ψυχής μας, η λογική και το συναίσθημα, δεν μας εμποδίζουν να αποκτήσουμε την πτωχεία του πνεύματος. Αποτελούν εμπόδιο μόνον εάν τις δούμε αυτονομημένες από τον όλον άνθρωπο.
Ο Χριστός δεν μας είπε: «Μη σκέφτεστε και μην αισθάνεστε». Μας είπε: «Και να σκέφτεστε και να αισθάνεστε και να χαίρεστε, αλλά μαζί μου! Να πιστέψετε ότι ο θησαυρός σας είμαι Εγώ και όχι οι λογισμοί σας και τα συναισθήματά σας». Η λογική και το συναίσθημα είναι επικίνδυνα, μόνον εάν τα θεοποιήσουμε και υποκαταστήσουμε με αυτά τον Θεό. Αν όμως πιστεύουμε ότι Αυτός είναι η ζωή μας και Του παραδώσουμε τα πάντα, τη λογική και το συναίσθημα, τότε όλα εξαγιάζονται.