Θα δώσουμε λόγο για ό,τι μας εμπιστεύτηκε ο Θεός

Μια παραβολή μας παρουσίασε η σημερινή ευαγγελική περικοπή, μια παραβολή που είναι γνωστή ως η παραβολή των ταλάντων. Το περιεχό­μενό της γνωστό σε όλους μας, αναφέρεται σε ένα περι­στατικό που επαναλαμβάνεται συ­χνά στην ιστορία του κόσμου και των ανθρώπων.

Ένας άρχοντας αποφάσισε να απο­δημήσει σε μια μακρινή χώρα· και πριν να αποδημήσει κάλεσε τους δού­λους και τους παρέδωσε τα υπάρ­χοντά του. Και σε άλλον έδωσε πέντε τάλαντα και σε άλλον δύο και στον τρίτο ένα και ανεχώρησε.

Δεν τους είπε τι έπρεπε να τα κα­νουν. Τους άφησε να ενεργήσουν ανάλογα με τη δική τους κρίση και διάθεση. Δεν τους είπε αν θα επι­στρέψει ούτε πότε θα επιστρέψει. Απλώς τους εμπιστεύθηκε τα αγαθά του ανάλογα με τις ικανότητες του καθενός.

Και οι δύο πρώτοι εργάσθηκαν και αύξησαν τα τάλαντα που τους εμπιστεύθηκε ο κύριός τους, ενώ ο τρίτος το έθαψε στη γη και ασχο­λήθηκε με τις δικές του υποθέσεις ή παρέμεινε άπρακτος και αργό­σχο­λος εκμεταλ­λευ­όμενος την απουσία του κυρίου του.

Τα χρόνια πέρασαν και μια ημέρα ο κύριος επέστρεψε. Και, όπως ήταν αναμενόμενο, κάλεσε τους δούλους του για να μάθει τι έκαναν με τα χρήματα που τους είχε εμπιστευθεί. Και ενώ οι δύο πρώτοι είχαν διπλα­σιάσει τα τάλαντα που τους έδωσε και απήλαυσαν τον έπαινο του κυ­ρίου τους, ο τρίτος προσήλθε με θρα­σος και αυθάδεια και, αντί να ζη­τήσει τη συγγνώμη και την επιεί­κεια του κυρίου που δεν αξιοποίησε τα τάλαντα που του εμπιστεύθηκε, τον κατηγόρησε ότι επιδιώκει να πλουτίζει χωρίς να κοπιάζει ο ίδιος, εκμεταλλευόμενος τον κόπο και την προ­σπα­θεια του δούλου του.

Ο Χριστός δεν περι­γράφει βέβαια τα συναισθήματα του κυρίου για την προσβλητική συμπεριφορά του δούλου του, αναφέρει όμως την κρι­τική που του ασκεί και την τι­μω­ρία που του επιβάλλει: «έδει σε ούν βαλείν τα αργύριά μου τοις τρα­πεζίταις». Θα έπρεπε, του λέει, να είχε βάλει τα χρη­ματά μου στην τράπεζα, ώστε να έπαιρνα τουλά­χι­στον τον τόκο που μου αναλογούσε. Όμως εσύ ήσουν τόσο οκνηρός που ούτε αυτό δεν φρόντισες να κάνεις, γι᾽ αυτό και δεν σου αξίζει το τάλα­ντο που σου εμπιστεύθηκα αλλά η τιμωρία και για την οκνηρία σου αλλά και για τη σκληρότητα της συμ­περιφοράς σου.

Οι συμβολισμοί της σημερινής ευ­αγγελικής περικοπής είναι γνω­στοί, αδελφοί μου. Ο Θεός είναι ο κυ­ριος της παραβολής που έδωσε σε όλους εμάς, που αντιστοιχούμε στους δούλους της παραβολής, κα­ποια χαρίσματα και κάποιες ικα­νο­τητες και μας άφησε ελεύθερους να τα αξιοποιήσουμε.

Ορισμένοι ακούοντας την παρα­βολή σπεύδουν να αναγνωρίσουν τάχα σ᾽ αυτήν σπέρματα κοινω­νι­κης αδικίας. Σπεύδουν να κατακρί­νουν τον Θεό, γιατί δήθεν δεν μοί­ρασε δίκαια τα αγαθά του και τα τα­λαντά του. Ίσως κάπως έτσι να σκέφτηκε και ο δούλος της παρα­βολής που έλαβε το ένα τάλαντο. Ίσως να θύμωσε και γι᾽ αυτό να αδιαφόρησε και πήγε και το έθα­ψε στη γη, χωρίς να προσέξει τον λόγο που οδήγησε τον Θεό στο να μοι­ράσει τα τάλαντα όπως τα μοίρασε. Και τον λόγο τον σημειώνει ο ιερός ευαγγελιστής. Μοίρασε, λέει, ο Θε­ος τα τάλαντα «εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν», στον καθένα, δη­λαδή, ανάλογα με τις δυνάμεις του.

Αν ο δούλος που έλαβε το ένα τα­λαντο, είχε λάβει πέντε, είναι βε­βαιο ότι δεν θα τα αξιοποιούσε, αλ­λα θα τα είχε θάψει και αυτά και θα είχε υποστεί ακόμη μεγαλύτερη τι­μωρία.

Έλαβε ένα, γιατί ο κύριος γνω­ριζε την αδυναμία και την ανι­κα­νο­τητά του και δεν θέλησε να τον επι­βαρύνει με περισσότερα. Ήλπιζε όμως ότι αυτό το ένα τάλαντο θα το αξιοποιούσε, έστω και με στοιχει­ω­δη τρόπο, καταθέτοντάς το στους τραπεζίτες για να αποκομίσει στη συνέχεια τον τόκο του.

Ασφαλώς ο Θεός δεν ζητά τον τόκο γιατί τον χρειάζεται, αλλά τον ζητά γιατί ο τόκος αποδεικνύνει ότι ο δούλος δεν αδιαφόρησε για την εμπιστο­σύνη του κυρίου του και προ­σπάθησε έστω και κατ᾽ ελάχι­στον να φανεί αντάξιός της.

Αδελφοί μου, αν θέλουμε να μη βρεθούμε και εμείς στη θέση του πονη­ρού δούλου, ας παύσουμε να ασχολούμεθα με τα τάλαντα και τα χαρίσματα των άλλων ανθρώπων γύρω μας, αλλά ας φροντίσουμε να αξιοποιήσουμε αυτό που εμπιστεύ­θη­κε σε μας ο Θεός. Και το πρώτο και κοινό τάλαντο που έδωσε σε όλους μας είναι η ίδια μας ζωή, που θα πρέπει να μην την αφή­σουμε να περάσει ανεκμετάλλευτη χωρίς να κάνουμε τίποτε, αλλά ας φρον­τι­σουμε να την γεμίσουμε με έργα αγαθά, τα οποία αποδίδουν τον ανα­με­νόμενο τόκο, ο οποίος θα χα­ρίσει και σε μας τον έπαινο του Κυ­ρίου κατά την ημέρα της κρίσεως και θα μας εξασφαλίσει τη μακαριό­τητα και τα ατε­λεύτητα αγαθά της αιωνίου ζωής.

https://simeiakairwn.wordpress.com