«….Θα συναντηθούμε στην άνω Ιερουσαλήμ». Μια συγκινητική ιστορία από τον Πόντο
του Χάρη Εφραιμίδη, καθηγητή Μετσόβιου
Χωρίς να το περιμένω, ήρθε μια πρόσκληση από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Μαύρης Θάλασσας της Τραπεζούντας, να πάω και να κάνω μαθήματα πάνω στην ειδικότητα μου. Δεν τολμάω να το πω, αλλά ήρθε σαν θαύμα. Που να πήγαινα εγώ μόνος μου. Τότε τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ενώ, λοιπόν, από παιδάκι έζησα μόνο με την ποντιακή ιδέα, με τα τραγούδια του Πόντου, με τις ιστορίες που μου έλεγε ο πατέρας μου και ο θείος μου ο Ιορδάνης για τα καταπληκτικά βουνά της Σάντας κι έλεγα Θεέ μου, αφού είναι τόσο ωραίος ο Πόντος, γιατί να μην τον δούμε κι εμείς, να τον χαρούμε. Έτσι, μαζί με τη σύζυγό μου τη Σοφία, που με βοήθησε πάρα πολύ με όλα, βρεθήκαμε στον Πόντο.
Κάποια ξαδέρφη του πατέρα μου, μου μιλούσε με μεγάλο παράπονο για την πατρίδα μας τον Πόντο και για τους προγόνους μας. Πάνω στην κουβέντα της είπα πως σύντομα θα έκανα ταξίδι – προσκύνημα στον Πόντο. Κρεμάστηκε πάνω μου και με παρακάλεσε με λυγμούς, όταν πάω να της κάνω ένα χατίρι. Η θεία «Κερέκ», λοιπόν, με παρακάλεσε να πάω να βρω το σπίτι της.
Μου διηγήθηκε επακριβώς που βρισκόταν το πατρικό της σε χωριό του Πόντου. Μου εξήγησε με λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά του χωριού, τους δρόμους και μου προσδιόρισε με ακρίβεια τη θέση του σπιτιού. Μου είπε μόλις το βρω να ζητήσω απ’ τους Τούρκους που θα έμεναν πια εκεί να βρουν ένα κασελάκι, που είχε κρύψει σε συγκεκριμένο σημείο του παλιού αρχοντικού.
Αυτό το συνήθιζαν πάρα πολλοί τότε, γι’ αυτό τα περισσότερα σπίτια ήταν γκρεμισμένα, γιατί οι Τούρκοι έψαχναν να βρουν χρυσαφικά.
Μου περιέγραψε πλήρως το κασελάκι και το τι περιείχε μέσα. Ασημικά, παλιά κοσμήματα, λίρες κλπ, ένα μικρό θησαυρό δλδ. Μου είπε να τα αφήσω στους Τούρκους για αμοιβή με προϋπόθεση να μου δώσουν ένα κρεμαστό σταυρό που είχε μέσα το κασελάκι. Αυτός ο σταυρός ήταν ο βαφτιστικός του μικρού παιδιού της, του Κωστή, που το έχασε κατά τη γενοκτονία.
Πράγματι, λοιπόν, πήγα στην Τραπεζούντα προς τα Πλάτανα, η περιγραφή ήταν τόσο λεπτομερής που βρήκα το σπίτι πολύ εύκολα. Παλιό λιθόκτιστο δίπατο αρχοντικό.
Χτύπησα την πόρτα, μου άνοιξε μια Τουρκάλα και με ρώτησε τι θέλω. Η συννενόηση ήταν πολύ δύσκολη, καθώς δε μιλούσε εγγλέζικα, είπα τι ήθελα πάνω-κάτω, αλλά κατάλαβα ότι δεν μπορεί να με αφήσει μέσα, γιατί ο άντρας της έλειπε στη δουλειά. Έτσι μου είπε να περάσω το απόγευμα.
Το απόγευμα ξαναπήγα κάπως ευχαριστημένος, γιατί τουλάχιστον είχα βρει το σπίτι. Χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε ένας Τούρκος λίγο μικρότερος σε ηλικία από εμένα, ήταν ψηλός και ένστολος, ευτυχώς ήξερε άπταιστα αγγλικά γιατί ήταν γενικός διευθυντής των τουρκικών τελωνείων της Τραπεζούντας, όπως μου είπε αργότερα. Με ρώτησε τι θέλω και του είπα ότι η θεία μου έκρυψε μερικά χρυσαφικά στη γωνία του τζακιού και ήθελε το σταυρουδάκι του μωρού της. Με κοίταξε πολύ διαπεραστικά και μου είπε «περάστε αύριο το απόγευμα την τάδε ώρα που θα είμαι μόνος να τα πούμε καλύτερα, και θα δούμε τι μπορώ να κάνω».
Πράγματι, ξαναπάω, μου ανοίγει και με υποδέχθηκε μέσα στο σπίτι πια. Αφού ήπιαμε τον καφέ χωρίς να μιλήσει έφυγε απ΄ το δωμάτιο υποδοχής και σε λίγο ξαναγύρισε κρατώντας στα χέρια του το κασελάκι της θείας μου.
Κυριολεκτικά μου έπεσε το φλιτζάνι του καφέ απ’ τα χέρια
-Ώστε το βρήκατε ήδη, ψέλλισα σαστισμένος.
-Ναι, εδώ και πολλά χρόνια από τότε που είμαι σε αυτό το σπίτι. Πάρε το. Πιστεύω ότι σου ανήκει, πρόσθεσε.
-Μα δεν το θέλω, είπα διστακτικά. Μόνο το σταυρουδάκι θέλω. Αυτό μόνο ζήτησε η θεία μου. Σας παρακαλώ κρατήστε όλα τα υπόλοιπα.
-Κοίτα να δεις, είπε θυμωμένα. Θα κάνεις αυτό που σου λέω. Αυτά δεν είναι δικά μου. Τόσα χρόνια τα φύλαγα μέχρι που ήρθες εσύ. Στη θεία σου ανήκουν. Να της τα πάς.
-Μα, το σταυρουδάκι… ψέλλισα φοβισμένα
Το πήρα το κουτί και με πολύ συγκίνηση το άνοιξα. Μέσα είχε σκουλαρίκια, κολιέ, μενταγιόν με φλουριά που φορούν οι Πόντιες νύφες και μερικές χρυσές λίρες, ρώσικες και τούρκικες, αλλά το σταυρουδάκι δεν υπήρχε. Τον ρωτάω «το σταυρουδάκι δεν βρέθηκε;». Το βγάζει από την τσέπη του πουκαμίσου του και πίσω έγραφε Κωνσταντίνος-1921. Μου είπε να πάρω τα χρυσαφικά, αλλά ότι αυτός θα κρατήσει το σταυρουδάκι. Μη ξέροντας γιατί, τον ρώτησα δειλά-δειλά:
«Γιατί; Μήπως είστε κρυπτοχριστιανός;». Μου απάντησε: «Όχι ακριβώς, αλλά αυτό δε μπορώ να στο δώσω. Δε μπορώ, γιατί είναι δικό μου, γιατί εγώ είμαι ο Κωστής, το παιδί που έχασε η θεία σου πριν σαράντα χρόνια.»
Έμεινα να τον κοιτώ με ανοιχτό το στόμα. Βούρκωσα. Ήταν ο χαμένος μου ξάδερφος. Έπεσα στην αγκαλιά του και τον έσφιξα. Έκλαιγα με αναφιλητά. Το ίδιο και αυτός.
Όταν συνήλθαμε μου είπε: Δεν ήξερα ότι η μητέρα μου έζησε. Έμεινα πίσω. Άλλοι Τούρκοι πήρανε το σπίτι και με μεγαλώσανε σαν παιδί τους. Τώρα είναι πεθαμένοι. Έχω την δικιά μου οικογένεια εδώ πια.
Του ζήτησα να με ακολουθήσει στην Ελλάδα. Να δει τη μάνα του.
Αρνήθηκε.
-Δε μπορώ να γυρίσω πια. Τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει. Είναι αξιωματικοί στον τουρκικό στρατό. Και σε υψηλές θέσεις. Δεν ξέρουν ότι είναι Έλληνες. (σημ απ’ τη συνέχεια της διήγησης θα φανεί ότι σε αυτό το σημείο ψευδόταν για να προφυλάξει τα παιδιά του) Αν φύγω στην Ελλάδα τα παιδιά μου μπορεί να πάθουν κακό εδώ. Δεν πρέπει να έχω καμία σχέση με την Ελλάδα.
Επέμενα και τον παρακάλεσα να έρθει τουλάχιστον ένα ταξίδι σαν τουρίστας και να επωφεληθεί για να δει τη μάνα του και του άλλους συγγενείς του.
-Δε γίνεται, μου απάντησε. Για να καταλάβεις εδώ έχω μεγάλη δημόσια θέση. Σαν εμένα υπάρχουν πολλοί εδώ. Εγώ τους προσέχω. Με έχουν ανάγκη. Αν πάω στην Ελλάδα θα δώσω στόχο ότι κάτι συμβαίνει και θα κινδυνέψουν και άλλοι. (Σημ. Από αυτό το σημείο φαίνεται, ότι ταυτόχρονα με το αξίωμα που κατείχε στα Τούρκος ήταν και τοπικός ηγέτης των κρυπτοχριστιανών. Το πιθανότερο ήταν και τα παιδιά του να το γνωρίζανε αλλά προφυλαγόντουσαν εξαιρετικά).
–Να δώσεις πολλά φιλιά στη μάνα μου. Να μη λυγίσει. Να κάνει υπομονή. Να της πεις ότι θα συναντηθούμε στην άνω Ιερουσαλήμ.
Αγκαλιαστήκαμε και πάλι και χωρίσαμε δακρυσμένοι.
Όταν θέλησα να κρατήσω κάποια επαφή μου είπε «It has no meaning», δηλαδή δεν υπάρχει κανένα νόημα,
Επέστρεψα στην Ελλάδα και έτρεξα αμέσως με το κασελάκι στη θεία μου για να της το δείξω και να της πω τα φοβερά νέα.
Αλλά τι δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε. Οι συγγενείς μου, μου διηγηθήκανε, πως λίγο μετά την αναχώρησή μου για την Τουρκία η θεία μου άφησε την τελευταία της πνοή.
Ίσως ο καλός Θεός την πήρε κοντά του για να μην ακούσει ότι τόσα χρόνια ζούσε το παιδάκι της και αυτή δε μπορούσε να το έχει στην αγκαλιά της.
Με αρκετά δάκρυα είχε ματώσει την καρδιά της, τόσο καιρό.
Δε θα άντεχε να ακούσει κάτι τέτοιο…
*Ο Χάρης Ευφραιμίδης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927. Αποφοίτησε από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, από το οποίο έλαβε το δίπλωμα του μηχανολόγου-ηλεκτρολόγου. Στη συνέχεια με υποτροφίες του Πολυτεχνείου, έλαβε το διδακτορικό δίπλωμα από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο Ανοβέρου και στη συνέχεια ειδικεύτηκε στις δομικές μηχανές και στην οργάνωση εργοταξίων τεχνικών έργων στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Άαχεν.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα και επαγγελματική απασχόληση στα εργοστάσια τσιμέντων της ΑΓΕΤ, εξελέγη έκτακτος μόνιμος καθηγητής και στη συνέχεια τακτικός καθηγητής της έδρας ειδικής μηχανολογίας του Ε.Μ.Π. Ίδρυσε και διετέλεσε διευθυντής επί δώδεκα χρόνια του Τομέα Προγραμματισμού και Διαχείρισης Τεχνικών Έργων και για δύο χρόνια Πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών. Εξελέγη Καθηγητής της Ανωτάτης Στρατιωτικής Σχολής ΣΤΕΑΜχ.