Θα ξημερώσει μια μέρα που δεν θα την έχεις υπολογίσει, θα της πεις καλημέρα...και θα είναι η τελευταία

Θα ξημερώσει μια μέρα που δεν θα την έχεις υπολογίσει, θα της πεις καλημέρα…και θα είναι η τελευταία

Θα ξημερώσει μια μέρα που δεν θα την έχεις υπολογίσει, θα της πεις καλημέρα…και θα είναι η τελευταία

Κάθε Κυριακή εγώ κάνω ταξίδια σε εκείνες τις Κυριακές κάπου στην δεκαετία του 60 που μαζευόμασταν στο τραπέζι για να φάμε με την φιγούρα του λιγομίλητου πατέρα μου, την φιγούρα της σοφής καλοσυνάτης γιαγιάς μου, τις αταξίες και τις φωνές του μικρού αδελφού μου, της αφεντιάς μου και φυσικά της λαλίστατης μάνας μου που είχε και το γενικό πρόσταγμα στις μερίδες, αν πρέπει να φάμε όλο το φαγητό μας γιατί εμείς δεν ξέραμε τι περνούσαν οι μεγάλοι στην κατοχή, τις άχρηστες πληροφορίες δηλ. τι έκανε η ξαδέλφη της κουμπάρας της γειτόνισσας και ο τρίτος ξάδελφος του μπατζανάκη της αδελφής του θείου της γιαγιάς σου.
Η υπέροχη γκρίνια της μάνας μου και φυσικά όλων των μανάδων εκείνης της εποχής που εγώ λανθασμένα πίστευα ότι μεγαλώνοντας και περνώντας τα χρόνια η μάνα θα άλλαζε, αμ δε….
Αυτός ο ξεχωριστός δεσμός της Ελληνίδας μάνας κυρίως με τα αγόρια παιδιά της έχουν προσπαθήσει αποτυχημένα να τον εξηγήσουν 200.000 ψυχολόγοι με αρχηγό τον Φρόιντ περίπου 100.000 μέντιουμ, η Πυθία, ο μάντης Τειρεσίας, ο Κάλχας 12 γενιές ταξιτζήδων και τόσοι άλλοι ειδικοί η όχι.
Τι να πρώτα να θυμηθώ από εκείνη την εποχή που παίζαμε στην αλάνα ποδόσφαιρο και εμφανιζόταν οι μάνες σαν φαντάσματα κρατώντας στα χέρια τους την φέτα ψωμί αλειμμένη με λάδι και ρίγανη και που σχεδόν διέκοπταν το παιγνίδι όπως η κυρά Λούλα για να φάει ο γυιός της εκείνο το γειτονόπουλο το αδύνατο ο Φάνης κι αυτός να βγάζει παραπονεμένη-θυμωμένη κραυγή “τι θες εδώ ρε μάνα?” αλλά για έναν ανεξήγητο λόγο σταματούσε να παίζει, να παίρνει την φέτα του ψωμιού να την τρώει και μετά ξανά να κλωτσά την μπάλα…
Τα φασολάκια, το φόρα την μπλούζα σου θα κρυώσεις, μη κολυμπάς στα βαθιά γιατί θα πνιγείς και μετά θα σε σκοτώσω, το ξεμάτιασμα, τα ταπεράκια, το εσύ θα με στείλεις στον τάφο που δεν με ακούς και άλλες τέτοιες ατάκες που ακούγαμε όλο το εικοσιτετράωρο του τότε.
Το μάλλον ιερό δικαίωμα της Ελληνίδας μάνας να παρεμβαίνει στην ζωή του υιού της ακόμα κι αυτός έχει τρία παιδιά η έχει πατήσει τα εξήντα αυτή θα του κάνει γενέθλια γιατί μέσα της ο γυιός της ποτέ δεν θα μεγαλώσει.
Τα χρόνια πέρασαν, πολλά έχουν αλλάξει μα η Ελληνίδα μάνα για έναν ανεξήγητο λόγο παρέμεινε η ίδια με το τότε, με το πάντα, εγώ την μάνα μου την έχασα πριν πολλά πολλά χρόνια και αλήθεια σας το λέω δεν τα πήγαινα και τόσο καλά μαζί της γιατί δεν άντεχα την γκρίνια της και την μουρμούρα της, ίσως γιατί ήθελα να ήμουν ανεξάρτητος κάτι που μεταξύ μας η ίδια μου το έμαθε αλλά αν λέω αν γυρνούσαν οι καιροί θα την άφηνα να γκρινιάζει, θα απαντούσα στα τηλέφωνα κι ας ήταν δέκα φορές την ημέρα, θα της έκανα τα χατήρια, θα άκουγα τις άχρηστες πληροφορίες από τα κουτσομπολιά της πολυκατοικίας, θα της έδινα το χρόνο μου, θα έβρισκα χρόνο και θα έκανα χώρο για την μάνα μου.
Γιατί αλήθεια σας το λέω γιατί εγώ το έζησα θά ξημερώσει μια μέρα που δεν θα την έχεις υπολογίσει, θα της πεις καλημέρα…και θα είναι η τελευταία κι από όλα όσα μπορείς να μετανιώσεις στην ζωή σου κι αυτό συμβαίνει με εμένα είναι ο χρόνος που δεν πέρασες μαζί της κι αυτό θα είναι εκείνο που σε πονάει περισσότερο.
Κάποιος έγραψε σε έναν τοίχο “το να είσαι μαμάκιας δεν είναι αυτοταπείνωση, είναι μαγκιά”

 θεία Ευτέρπη