Θαυμαστές διηγήσεις μοναχών για τον άγιο Γαβριήλ τον Γεωργιανό
Μοναχή Θέκλα (Ονιάνι):
— Το 1994, ήρθα στο μοναστήρι Σαμτάβρο. Εργαζόταν εκεί η φίλη μου. Με οδήγησε στον πύργο της μονής και μου είπε σιωπηρά: «ένας προορατικός γέροντας ζει εδώ». Νόμισα, ότι θα βρίσκεται σε πλάνη. Λίγες μέρες αργότερα, η καλόγρια Παρασκευή με έφερε στον γέροντα (εκείνη την εποχή δεν έβγαινε από το κελλί λόγω ενός κατάγματος του ποδιού). Ανησυχούσα πολύ. Όταν τον είδα, συνειδητοποίησα αμέσως ότι γνωρίζει τα πάντα για μένα και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Καθίσαμε σιωπηλοί για λίγο. Τη σιωπή έσπασε η μοναχή Παρασκευή, η οποία με ρώτησε αν θα παρέμενα στο μοναστήρι. Ο γέροντας με πρόσταξε αυστηρά να έρθω και να γονατίσω. Υπάκουσα, κοίταξα στο πρόσωπό του — και πάγωσα από τον κλονισμό: μια λάμψη εξήλθε από τον γέροντα. Με ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλόγρια;»
Ποτέ δεν σκεφτόμουν σοβαρά τον μοναχισμό, αν και μου άρεσε η μοναστική ζωή. Ο πατέρας Γαβριήλ κούνησε το κεφάλι του πικραμένος και είπε:
Τώρα καταλαβαίνω την έννοια αυτών των λέξεων. Αν μου είχε πει να μείνω τότε, όντας εντελώς απροετοίμαστη για τον μοναχισμό, πιθανότατα θα είχα φύγει από το μοναστήρι την επόμενη μέρα. Μου έδωσε την ευκαιρία να πάρω τη δική μου απόφαση και να αναλάβω την ευθύνη για την επιλογή που έκανα.
Κάποτε, κατά τη διάρκεια της νυχτερινής προσευχής, με κυρίευσαν οι σκέψεις: «αν θέλεις πραγματικά να ζήσεις όλη σου τη ζωή έτσι, πρέπει να σηκώνεσαι τα μεσάνυχτα, να προσεύχεσαι μέχρι το πρωί και μετά να δουλεύεις ακούραστα όλη μέρα; Είσαι νέα και καταστρέφεις τον εαυτό σου, έχεις χάσει εντελώς το μυαλό σου;»
Επιστρέφοντας στο κελλί, μετά την προσευχή, είδα τον πατέρα Γαβριήλ. Κλαίγοντας, επανέλαβε:
Μια μέρα, μετά την πρωινή προσευχή, ο ύπνος άρχισε να με κατακλύζει και κατευθυνόμουν στο κελλί μου. Στο δρόμο, συνάντησα έναν Γέροντα που ρώτησε με ένα ακτινοβόλο πρόσωπο:
Ο πατέρας Γαβριήλ προσπαθούσε να αποφύγει τον ανθρώπινο έπαινο. Με τα δικά του λόγια, σαν τις αναμμένες λαμπάδες, άναβε την πίστη στις καρδιές των χαμένων και των ολιγόπιστων, αλλά στη συνέχεια διέπραττε πράξεις που τον υποτιμούσαν μπρος στα μάτια των άλλων.
Ο γέροντας ήταν πάντα χαρούμενος όταν δουλεύαμε. Μια μέρα μας κοίταξε με τέτοια αγάπη, που σταμάτησα και τον θαύμαζα. Άρχισε βιαστικά να χειρονομεί και να μουρμουρίζει κάτι, προσπαθώντας να ταπεινωθεί.
Κάποτε, υπήρχε ένας φωτογράφος στο μοναστήρι, που ήθελε να τραβήξει μια ομαδική φωτογραφία. Ο γέροντας καθόταν σε μια μικρή καρέκλα, ενώ υπήρχε μια άδεια καρέκλα δίπλα του. Στεκόμουν πίσω, σκεπτόμενη τι ευλογία θα ήταν να φωτογραφηθώ δίπλα στον γέροντα. Ο πατέρας Γαβριήλ γύρισε προς εμένα, μου έδειξε την άδεια καρέκλα και μου είπε: «κάθισε εδώ». Εκείνη τη στιγμή, ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο.
Μια μέρα ο γέροντας αρρώστησε και έκανε αιμόπτυση. Φοβηθήκαμε και καλέσαμε το γιατρό. Μια καλόγρια μέτρησε την αρτηριακή του πίεση, αποδείχθηκε πολύ χαμηλή. Κράτησα το χέρι του, μέτρησα τον παλμό του και επανέλαβα με βαθιά πίστη:
Πάντα δίδασκε: «Αν δεις τον πλησίον σου να υποφέρει, βοήθησε, παρηγόρησε και προσευχήσου γι αυτόν με όλη σου την καρδιά και ο Κύριος σίγουρα θα ακούσει το αίτημά σου. Γι αυτό και υπάρχουμε σε αυτό τον κόσμο, για να κάνουμε όσο το δυνατόν περισσότερο καλό». Με αυτά τα λόγια, ο γέροντας ενίσχυσε την πίστη μου.
Έπρεπε να φύγω για τις δουλειές του μοναστηριού και ήμουν σίγουρη ότι θα τα κατάφερνα γρήγορα. Όταν πήγα στον γέροντα για ευλογία, μου είπε:
Μια μέρα, έφερα τη θεία μου στον γέροντα. Ήταν πολύ αδύναμος εκείνη την ημέρα, αλλά ποτέ δεν αρνήθηκε να δεχτεί επισκέπτη. Ανοίγοντας τα μάτια του, με δυσκολία, την ευλόγησε.
Στενοχωριόταν πολύ, όταν κάποιος έφευγε από το μοναστήρι. «Με την αναχώρηση μιας μοναχής, το μοναστήρι χάνει τη μισή του χάρη», έλεγε.
Πέρασε καιρός, όταν ο πατέρας Γαβριήλ δεν ήταν πια κοντά μας. Ανησυχούσα πολύ για την απώλειά του, μετάνιωσα που δεν είχα μάθει τίποτα, που δεν εκτιμούσα ορθά τον γέροντα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Αλλά μόλις είδα μια εικόνα στο κελλί του, την οποία παρουσίασα στον πατέρα μου, ένιωσα παρηγοριά και ένιωσα ότι αν και ο γέροντας δεν ήταν κοντά μας με το σώμα, δεν θα μας άφηνε ποτέ την ψυχή του.
Είναι δύσκολο για εμάς, τους απλούς θνητούς, να καταλάβουμε πώς μπορεί κανείς να αγαπά τον Θεό για να δει την εικόνα και την ομοίωσή Του σε κάθε άνθρωπο, να προσευχηθεί για τη σωτηρία κάποιου, που όχι μόνο δεν σε αγαπά, αλλά και σε χλευάζει. Και ο γέροντας Γαβριήλ, ήξερε πώς να τους αγαπά όλους. Ευχαριστώ τον Θεό που μας έδωσε έναν τόσο υπέροχο γέροντα, τον πατέρα Γαβριήλ, ο οποίος με βοήθησε να ξεκινήσω ένα δύσκολο, αλλά ευλογημένο μοναστικό μονοπάτι.
«Δεν έχετε καταλάβει την αγάπη μου!»
Μοναχή Εκατερίνα (Εμπραλίτζε):
— Μια μέρα ο πατέρας Γαβριήλ με κάλεσε και με ευλόγησε να αγιογραφίσω μια εικόνα του Σωτήρα. Αρνήθηκα, γιατί οι γνώσεις μου για την εικονογραφία ήταν πολύ φτωχές, αλλά συνέχισε να επιμένει:
Άρχισα να ζωγραφίζω την εικόνα. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Το πρόσωπο του Σωτήρα μου φάνηκε κάπως αυστηρό, το είπα στον γέροντα.
Με την ευλογία του Πατριάρχη της Γεωργίας, Ηλία του Β΄,ο μητροπολίτης Δανιήλ πήγε μαζί με τις μοναχές της Μονής της Αγίας Νίνας για να βοηθήσει την εκκλησία στο Σβανέτι. Επιστρέψαμε ένα χρόνο αργότερα. Ο πατέρας Γαβριήλ αντιτάχθηκε στην αναχώρησή μου, αλλά εκείνη την εποχή, ο πατέρας Γεώργιος ήρθε στο μοναστήρι μας από το Σβανέτι. Η συνομιλία τους με τον γέροντα, για διάφορα θέματα, διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, μετά την οποία ο πατέρας Γαβριήλ του είπε:
Ο γέροντας προσευχήθηκε τόσο επίμονα, ώστε η χάρις του Θεού κατέβηκε στο Σβανέτι.
— Πατέρα Γαβριήλ, πόσο όμορφος είσαι, πόσο μου αρέσεις, θα έρθω ξανά σε σένα…
Όλα όσα συνέβησαν, φαινόταν τόσο απίστευτα, που από αμηχανία δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Ο πατέρας Γαβριήλ φάνταζε αποσβολωμένος, κοίταξε σιωπηλά τον ουρανό, άκουγε με ηρεμία τη φλυαρία της και μετά είπε: «Έλα, Μακβάλα, έλα». Μόλις άκουσε το όνομά της, η γυναίκα αναπήδησε, μας κοίταξε με έκπληξη, παραμέρισε και πετάχτηκε στο δρόμο.
Περιμέναμε τη Μακβάλα την επόμενη μέρα. Ήρθε, αλλά ήταν ήδη μια γυναίκα που δεν είχε τίποτα κοινό με εκείνη που ήρθε την προηγούμενη. Φορούσε μια μακριά μαύρη φούστα, με το κεφάλι της καλυμμένο, χωρίς μακιγιάζ, και δακρυσμένη.
Πλησίασε το κελλί του πατρός Γαβριήλ και άρχισε να κλαίει:
— Πατέρα Γαβριήλ, ξέρω ότι δεν θα μου ανοίξεις την πόρτα, ξέρω ότι δεν θα σε δω ποτέ, συγχώρεσε την χτεσινή ντροπή μου. Νιώθω τη δύναμή σου, με ανέστησες από τους νεκρούς και με επανέφερες στη ζωή. Σε ευχαριστώ, Σε ευχαριστώ για όλα.
Αυτό το συγκινητικό θέαμα, μας έκανε όλους να δακρύσουμε. Έγινε σαφές σε όλους μας, ότι ο γέροντας είχε κάνει ένα θαύμα, θεραπεύοντας μια χαμένη γυναίκα. Αλλά, εδώ βρίσκεται το πιο σημαντικό. Πριν από τη δεύτερη άφιξη της Μακβάλα, ο πατέρας Γαβριήλ σηκώθηκε ξαφνικά και πήγε στο κελλί του. Είχε προβλέψει τον ερχομό της. Και μετά την πρώτη συνάντηση, πήγε στο κελλί του και δεν δεχόταν κανέναν. Προσευχόταν γονατιστός, χύνοντας τα δάκρυά του μπροστά στην εικόνα της Μητέρας του Θεού.
Ο πατέρας Γαβριήλ δεν άντεχε τον έπαινο, γι αυτό, έχοντας κάνει μια καλή πράξη, άρχιζε αμέσως να μας ξεγελάει. Είδαμε τη θεραπεία ενός δαιμονισμένου, αλλά ο πατέρας Γαβριήλ, προσπαθώντας να κρύψει το δώρο του από εμάς, προσποιήθηκε ότι ο διάβολος τον είχε υπερνικήσει. Αλλά ο πατέρας Γαβριήλ, ήταν ένα τόσο ισχυρό βιβλίο προσευχής και ένας διεκπεραιωτής των εντολών του Θεού, που ο πονηρός δεν θα μπορούσε ποτέ να τον καταβάλλει. Ταπεινωνόταν μπροστά μας, παρουσιαζόμενος ως ανίσχυρος. Τότε, εμείς δεχόμασταν τα πάντα, όπως αυτός ήθελε να είναι. Μόνο πολλά χρόνια αργότερα, ο Κύριος φώτισε το μυαλό μας και αρχίσαμε να είμαστε πεπεισμένοι για τη σοφία του. Δυστυχώς, μέχρι εκείνη τη στιγμή, τον παρερμηνεύαμε συχνά. Και μας επέπληττε: «Δεν έχετε καταλάβει την αγάπη μου!»
Άγιε Πατέρα Γαβριήλ, πρέσβευε τω Θεώ υπέρ ημών!
Επιμελήθηκε ο Кωνσταντίνος Τσερτσβάντζε
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Κωνσταντίνος Θώδης