Καί συνεχίζει ή έπιστολή:
«Κάποια στιγμή αρρώστησε τό ένα παιδί καί δεν είχαμε χρήματα γιά τον παιδίατρό μας. Πήγαμε στο εφημερεύον νοσοκομείο. Μάς έγραψαν τά φάρμακα, άλλά δέν υπήρχαν λεφτά νά τ’ άγοράσουμε.,.’Η σύζυγος άρχισε νά γκρινιάζει γιά τό πού πάνε τά χρήματα.
Κάτω άπ’ αυτή τήν πίεση καί ευρισκόμενος μέσα στο δωμάτιό μου, κοίταξα προς τήν φωτογραφία τού άγιου πού μου είχαν δώσει από τό’ Ησυχαστήριο στο Μήλεσι, με τό έπανωκαλύμμαυχο καί τον επιστήθιο σταυρό. Τού μίλησα απλά, λέγοντας του ότι επείγουν τά φάρμακα καί ή γκρίνια συνεχίζεται. Τότε κάτι με ώθησε σ’ εκείνο τό σημείο τής θήκης νά πάω νά τραβήξω έξω τήν εικόνα. Την είχα σε κορνίζα καί λόγω του μεγέθους ήταν σφήνα Καθώς τήν έβγαλα, χωρίς νά ξέρω γιατί, φεύγει από πίσω της ένας ανοιχτός άσπρος φάκελος αλληλογραφίας καί πέφτει μέ δύναμη στά πόδια μου. Τόν λαμβάνω καί βλέπω ότι μέσα υπήρχαν 6 πενηντάευρα (300ευρω)
Δόξασα τόν Θεό! Όντως έγινε. Μάλιστα κι’ άλλες φορές πού βρέθηκα αργότερα σε δύσκολη θέση παρεκάλεσα καί οδηγήθηκα σε συγκεκριμένο σημείο τής βιβλιοθήκης, όπου βρήκα από 1 πενηντάευρο κάθε φορά».
ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΕΝΟΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΥ