Πόσοι ἄνθρωποι σὲ δύσκολες στιγμὲς δὲν τὸ λένε! Οἱ περισσότεροι ὅμως δὲν γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἁμαρτία κι ὅτι ἀποτελεῖ ἔλλειψη ὑπομονῆς κι ἐλπίδας στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ἀκόλουθο ὅμως περιστατικό, τὸ βεβαιώνει ξεκάθαρα. Τὸ διηγήθηκε μὲ πολλὴ ταπείνωση καὶ συναίσθηση ἕνας σεβαστὸς
ἱερέας, ὁ ὁποῖος ἔχει πνευματικὰ παιδιὰ καὶ στὴν ἐπαρχία καὶ στὴνἈθήνα.
Μᾶς εἶπε λοιπὸν ὅτι:
«Ἐμένα, ἀφ’ ὅτου ἔγινα ἱερέας, μὲ κυνήγησε ἡ συκοφαντία (τὸ σύγχρονο μαρτύριο). Πότε μὲ τὸν ἕναν τρόπο, πότε μὲ τὸν ἄλλον, μὲ πίκραιναν καὶ μὲ καταρράκωναν πολλοί, μὲ ψευδεῖς κατηγορίες. Αὐτὸ γινόταν ἐπανειλημμένα. Τόσο πόνεσα καὶ τόσο κουράστηκα, ποὺ λύγισα κι ἀρκετές φορὲς εἶπα: «Θεέ μου, πάρε με!».
Καὶ τελικά, μὲ πῆρε!…
[sc name=”agioreitiko-thymiama” ][/sc]
Ὅσοι τὸν ἄκουγαν ἔμειναν κατάπληκτοι νὰ τὸν κοιτοῦν, σκεπτόμενοι πόση ἐνοχὴ ἔχουν ὅσοι κατηγοροῦν, ἰδίως τοὺς ἱερωμένους…
Πόση ἁμαρτία συσσωρεύουν στὴν ψυχή τους, ἰδίως ὅταν σπρώχνουν σὲ ἀπελπισία τὶς ψυχὲς ποὺ κατηγοροῦν! Λὲς καὶ τοὺς
ἐξουσιοδότησε ὁ Θεὸς νὰ κρίνουν τὸν κόσμο…
Ο σεμνὸς κληρικὸς συνέχισε τὴν ἀφήγησή του, λέγοντας:
«Ἔπαθα ἀνακοπὴ καρδιᾶς. Μοῦ συνέβη στὴν Ἀθήνα. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ βρισκόμουν ἐν μέσω γνωρίμων καὶ πνευματικῶν τέκνων
μου. Ἀμέσως μὲ μετέφεραν στὸ νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ οἱ γιατροὶ προσπάθησαν πολὺ νὰ ξεκινήσουν τὴν καρδιά, ἀλλὰ δὲν ἔγινε τίποτα.Στὸ τέλος εἶπαν:
«Δὲν γίνεται τίποτα μὲ τὸν παππούλη πάρτε τον στὸ νεκροτομεῖο!».
Ἐγὼ τώρα, καὶ τὶ δὲν ἔζησα τὶς ἕξι αὐτὲς ὧρες ποὺ ἤμουν νεκρός!
Κατ’ ἀρχάς, ἔνιωθα τὸν Ἄγγελό μου νὰ μὲ συντροφεύει καὶ νὰ μὲ περιβάλει προστατευτικὰ σὲ μιὰ πορεία, ποὺ στὴν ἀρχὴ ἦταν κάπως δύσκολη, ἀλλὰ ἀμέσως μετὰ ἀνοδική, πρὸς ἕνα θεσπέσιο, γλυκύτατο φῶς.
Κατὰ τὴ διαδρομή, πολλὰ κακὰ πνεύματα φώναζαν ἐπιθετικὰ καὶ μὲ κατηγοροῦσαν. Μιὰ ἀπὸ τὶς κατηγορίες ἦταν ἡ ἑξῆς:
– Ποὺ τὸν πᾶς αὐτόν; Ἦταν φιλοχρήματος. Ἐνῶ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἀκτημοσύνη, εἶχε χρήματα δικά του…!
Ο ἅγιος Ἄγγελος ὅμως τοὺς ἀπέκρουε κι ἔλεγε:- Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια! Τὰ χρήματα ποὺ εἶχε ἦταν τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τὰ διαχειριζόταν.
Τελικὰ φθάσαμε σ’ ἕνα μέρος ποὺ φαινόταν νὰ εἶναι σύνορο δύο περιοχῶν. Ἐκεῖ ἄκουσα τὸν ἑξῆς διάλογο ποὺ ἔκανε ὁ Ἄγγελός
μου μὲ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἄκουσα μάλιστα καὶ τὴ γλυκύτατη, ἀλλὰ κάπως αὐστηρὴ φωνή Της.
Ο Ἄγγελός μου ἔλεγε:
– Ὑπεραγία Θεοτόκε, νὰ ὁδηγήσω τὸν παππούλη στὴ Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ Σου;
Ἐκείνη ἀπάντησε:
– Ὄχι! Γιατὶ ἔχει κάνει μιὰ σοβαρὴ ἁμαρτία.
– Τὶ ἁμαρτία, Δέσποινά μου;Ο παππούλης ἦταν καλός (ἄρχισε νὰ μὲ ὑπερασπίζει, ἐνῶ ἔνιωθα τὰ δάκρυά του νὰ πέφτουν ζεστὰ πάνω στὸν τράχηλό μου!), ἔχτισε Μοναστήρι, βοήθησε ψυχὲς νὰ σωθοῦν…
– Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ἀπάντησε ἡ Θεοτόκος. Ἀλλά, δὲν ἔκανε ὑπομονὴ στὸν ἀγώνα ποὺ εἶχε, κι ἔλεγε στὸν Υἱό μου πάρε με καὶ
πάρε με.
Λοιπόν, πήγαινέ τον πίσω, νὰ τελειώσει μὲ ὑπομονὴ τὸν ἀγώνα του καὶ μετὰ θὰ εἰσέλθει στὴ Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ μου.
Καθὼς γυρίζαμε μὲ τὸν ἅγιο Ἄγγελο, εἶδα τὸν Παράδεισο καὶ τὴν Κόλαση.
Αὐτὰ ποὺ γράφουν τὰ βιβλία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀλήθεια!Τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου!…
Ὅταν φθάσαμε στὸ νοσοκομεῖο, μὲ ἀποστροφὴ μπῆκα στὸ νεκρὸ παγωμένο σῶμα μου. Ἔκανα ὀκτὼ ὧρες γιὰ νὰ κινήσω τὶς πρῶτες κλειδώσεις τῶν δαχτύλων τῶν χεριῶν μου! Ἀπ’ τὸ παίξιμο τῶν βλεφάρων μου ἀντιλήφτηκε τὴ νεκρανάστασή μου πρώτη ἡ
ἀδελφή μου, κι ἀναστατώθηκε ὅλο τὸ νοσοκομεῖο.
Σιγά-σιγά συνῆλθα κι ἀπὸ τότε προσέχω καὶ κάνω ὑπομονὴ ἀδιαμαρτύρητα σὲ ὅ,τι ἐπιτρέπει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει νὰ κερδίσουμε τὸν Παράδεισο, ἀδελφοί μου, πρέπει μὲ τὴν ὑπομονή μας νὰ κερδίσουμε τὴν ψυχή μας!»
Αὐτὰ εἶπε ὁ παππούλης καὶ μὲ τὰ τελευταῖα λόγια ἡ φωνή του
κόπηκε ἀπ’ τὴν συγκίνηση…