Ο έρωτας των πνευματικών αγαθών ακμάζει διαρκώς και ανθίζει και γεράματα δεν γνωρίζει, ούτε δέχεται παλαιότητα, ούτε είναι υπεύθυνος για κάποια μεταβολή και αλλαγή και αβεβαιότητα του μέλλοντος, αλλά και στην εδώ ζωή ωφελεί εκείνους που τον κατέχουν και τους φυλάει από παντού και, όταν φύγουν από αυτό τον κόσμο, δεν τους εγκαταλείπει, αλλά αναχωρεί μαζί μ’ αυτούς και πηγαίνει όπου είναι και αυτοί και κάνει κατά την ημέρα εκείνη πιο λαμπρούς και από αυτά τ’ αστέρια.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά και ο μακάριος Δαυίδ, αγαπούσε το Θεό και δεν ανεχόταν να κρατάει μέσα του τον έρωτά του, αλλά ήθελε με κάθε τρόπο να δείξει στους ακροατές του τη φλόγα που τον διακατείχε εσωτερικά. Γιατί, αφού είπε: <<Δίψασε η ψυχή μου το Θεό τον ισχυρό και ζωντανό>>, πρόσθεσε: <<Πότε θα φθάσω, για να ιδώ το πρόσωπό του Θεού;>>.
Αν δεν κυριευθούμε από τον έρωτα των ουρανίων αγαθών και από τον πόθο της άνω Ιερουσαλήμ (της Βασιλείας των ουρανών), θα μένουμε προσκολλημένοι στην επίγεια ζωή, κυλιόμενοι μέσα στο βούρκο των κοσμικών φροντίδων.
Η χαρά των Αγίων αυξανόταν γιατί είχαν πάντα τη σκέψη της στραμμένη στο Θεό.
Να ανέβουμε με το νου μας καθημερινά και να καθόμαστε μαζί με τους αγγέλους κοντά στο Θεό, για να αντιληφθούμε την ανέκφραστη δόξα των ουρανών.
Μέγας Βασίλειος