Τι εννοούμε λέγοντας απολύτρωση;

Εννοούμε τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι όν λογικό και ελεύθερο. Είναι αυτεξούσιος και αυτοπροαίρετος. Έχει τη δυνατότητα να διαθέσει τη ζωή του, όπως αυτός νομίζει. Με ποια έννοια όμως είναι σκλάβος, από τί πιέζεται και ασφυκτιά, ώστε να έχει ανάγκη σωτηρίας;

Ο άνθρωπος μπορεί να είναι εξωτερικά ελεύθερος, όμως στο εσωτερικό βάθος της ψυχής του είναι δούλος της αμαρτωλής του φύσεως, του νόμου της σάρκας που βασιλεύει στα μέλη του, δούλος κάτω από τον πιεστικό ζυγό του διαβολου. Από τότε που έπεσε στην Εδέμ, δυνάμεις ξένες προς τη φύση του εισώρμησαν σ’ αυτή, την κατέλαβαν και την καταδυνάστευσαν. Σκότισαν το μυαλό του, αδυνάτησαν τη βούλησή του, τον αιχμαλώτισαν στο ζυγό της αποστασίας. Άλλαξε αυθέντη ο άνθρωπος. Ενώ στην αρχή ήταν δοσμένος στον Πλάστη του, αφοσιωμένος στο θείο Του θέλημα κι ευτυχισμένος κοντά Του, με την πτώση του άλλαξε αυθέντη και Κύριο, υποτάχθηκε στον εχθρό του Θεού, τον διάβολο, ο οποίος, αφού τον παραπλάνησε, έγινε άρχοντας του κόσμου τούτου. Η ζωή του παραβάτη γέμισε έκτοτε δεινά και αθλιότητα. Η αμαρτία τον πίεζε μέχρι θανάτου, έκανε καυτή κόλαση τη ζωή του. Κινδύνευε να χαθεί το πλάσμα που τόσο όμορφα έπλασε ο Θεός. Ο διάβολος φαινόταν ότι νίκησε το Θεό, αφού μπόρεσε να καταστρέψει την εικόνα Του!

Καμιά άλλη δύναμη κτιστή δεν μπορούσε να σώσει το δυστυχισμένο πλάσμα του Θεού. Μόνο ο αγαθός, παντοδύναμος και πάνσοφος δημιουργός μπορούσε να πάρει στα χέρια του το χαλασμένο πλάσμα του, το σκεύος του το ωραίο και καλό, να το αναπλάσει, να του κλείσει τις ρωγμές και τα χαλάσματα, να το αναπαλαιώσει και να το κάνει και πάλι καινούργιο, ολοφώτεινο κι αστραφτερό, όπως ήταν όταν πρωτοβγήκε από τα χέρια του.
Για να πετύχει αυτό ο Θεός έγινε άνθρωπος, έζησε την ιστορική ζωή στη γη, αναλαμβάνοντας ο ίδιος να διεκπεραιώσει την υπόθεση του παραβάτη. Τον πήρε απάνω του στο σημείο που εκείνος έπεσε, πήρε τη σκυτάλη από τα χέρια του πεσμένου του πλάσματος και συνέχισε αυτός να ζει την αληθινή ζωή, πετυχαίνοντας τον προορισμό του θεόμορφου ζώου.