Τί ευλογία ήταν αυτή! Όπως ευλόγησε ό Χριστός τους πέντε άρτους καί τά δύο ψάρια…τα ευλόγησε και ο Άγιος Παϊσιος
Ό π. Χαράλαμπος Α., εφημέριος Καλλιθέας Κονίτσης, αναφέρει:
«Κάποια χρονιά, μετά τήν πανήγυρη τής Λαύρας, ήρθα έξι ώρες μέ τά πόδια, γιά νά δώ τόν Γέροντα Παΐσιο στήν “Παναγούδα”.
Είχα εικοσιπέντε χρόνια νά τόν δώ.
Τόν βρήκα μέσα στό δάσος.
Μέ γνώρισε αμέσως καί τό σπουδαίο ήταν ότι μού είπε τήν ημερομηνία, πότε έγινα διάκονος καί πότε πρεσβύτερος. Τού λέω:
– Πάτερ, δέν θά κάνουμε αγάπη νά φάμε λίγο;
– Έχω, μού λέει.
«Μού έδειξε μιά σακκούλα νάϋλον πού μέσα είχε τρείς ντομάτες πολύ μικρές καί μιάμιση φρυγανιά.
Σκέφθηκα: “Ετούτα θά φάμε;” Δέν βάσταξα καί τού είπα:
– Τί νά φάμε απ’ αυτά, Γέροντα; Εγώ έχω νηστικός από τά χθες. Εμένα δέν μέ φθάνουν είκοσι τέτοιες ντομάτες.
«Μού απάντησε:
– Παπά-Χαράλαμπε, θά κάνουμε προσευχή, θά τά ευλογήσεις εσύ καί θά περισσέψουν.
«Άνοιξε τήν σακκούλα, τήν έσχισε σέ σχήμα Σταυρού καί τήν άπλωσε σάν τραπεζομάντηλο. Μούβαλε δύο ντομάτες εμένα καί μία φρυγανιά, καί κείνος κράτησε τήν μισή φρυγανιά καί μία ντομάτα.
Λοιπόν σηκωθήκαμε, κάναμε προσευχή κανονικά καί μετά είπε: “Πάτερ άγιε, ευλόγησον”.
Ευλόγησα καί φάγαμε. Πού πήγε όλη εκείνη ή πείνα;
Είχα χορτάσει τελείως.
Σάν νά μούχε βουλώσει κάποιος τόν λαιμό. Χόρτασα καί δέν μπορούσα νά φάω όλη τήν φρυγανιά, άφησα καί λίγο. Ήθελα όλο νερό.
Μού έλεγε ό Γέροντας:
– Φάε, παπά-Χαράλαμπε.
– Τί νά φάω, Γέροντα, χόρτασα.
»Όλη τήν ημέρα μετά, όπου πήγα, ούτε νά φάω μπορούσα ούτε νά κερασθώ. Μόνο “νερό, νερό, νερό” ζητούσα συνέχεια.
»Μού έκανε εντύπωση καί ύστερα, όταν περπατούσα μόνος μου, έλεγα:
Από τό βιβλίο: Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, – Ιερομονάχου Ισαάκ Άγιον Όρος, 2016 σελ. 562-563
– Πάρε αυτό τό κουτί καί κέρασε τούς επισκέπτες. (Οί επισκέπτες ήσαν περίπου 12 καί τό κουτί είχε τρία γλυκά).
– Μά, Γέροντα…
– Κάνε όπως σού λέω καί πάρε καί εσύ κέρασμα.
(Πράγματι αφού τούς κέρασε όλους πήρε καί ό ίδιος. Στό τέλος διαπίστωσε ότι στό κουτί υπήρχαν ακόμη τρία γλυκά).
– Τίποτα δέν είναι αδύνατο γιά τό Θεό.
***
Άν δέν παύσουν νά αγαπούν τά χρήματα καί νά στηρίζουν σ᾿ αυτά τήν ελπίδα τους, δέν θά μπορέσουν νά στηρίξουν τήν ελπίδα τους στόν Θεό.
Δέν λέω νά μήν έχουν οί άνθρωποι μία οικονομία στήν άκρη γιά ώρα ανάγκης, αλλά νά μή στηρίζουν τήν ελπίδα τους στά χρήματα καί δίνουν σʹ αυτά τήν καρδιά τους, γιατί έτσι ξεχνούν τόν Θεό.
Όποιος κάνει σχέδια δικά του, χωρίς νά εμπιστεύεται στόν Θεό, καί λέει μετά ότι έτσι θέλει ό Θεός, αυτός ευλογεί τό έργο του ταγκαλακίστικα καί συνέχεια βασανίζεται.
Δέν έχουμε καταλάβει τήν δύναμη καί τήν καλωσύνη τού Θεού. Δέν Τόν αφήνουμε νοικοκύρη νά μάς κυβερνάη, γιʹ αυτό ταλαιπωρούμαστε.
Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματική Αφύπνιση» ‐ 146