Κείμενο : Ἰ. Μακρυγιάννη, Ὁράματα καὶ Θάματα
[…] Ἀφοῦ ἔβλεπα ὅλη αὐτείνη τὴν ἐσπλαχνίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς βασιλείας του, ὁποὺ ἀγωνίζεται νὐχτα καὶ ἡμέρα νὰ σώσει ἐμᾶς ἀπὸ τὴν τρέλια μας καὶ διοτέλεια μας καὶ ἀπὸ τὴν ἀπιστία μας, τοὺς στραβοραγιάδες, τὰ κωλόπανα τῶν Τούρκων καὶ ὀπαδῶν τους, θέλει νὰ μᾶς λευτερώσει ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τους καὶ κοπιάζει καὶ θυσιάζει ἡ Θεία Πρόνοια καὶ ἀνασταίνει τοὺς πεθαμένους καὶ τοὺς ζωντανεύει, μᾶς κάνει ἐκλαμπρότατους, μᾶς κάνει ἐξοχότατους, μᾶς κάνει γενναιότατους, μᾶς ξεσκλαβώνει πατρίδα καὶ θρησκεία νὰ γένομεν ἔθνος ἀνεξάρτητον, νὰ ζήσουμεν ὡς ἄνθρωποι εἰς τὸ ἑξῆς, καὶ μ᾽ ἐξ ὅλης καρδίας νὰ φέρνομεν τὴν δοξολογίαν μας εἰς τὸν εὐεργέτη μας, εἰς τὸν σωτήρα μας, καὶ νὰ τὸν δοξάζομεν μ᾽ ἐξ ὅλης καρδίας, νύχτα καὶ ἡμέρα· ἐμεῖς, ἀφοῦ εἴμαστε ἀχάριστοι καὶ ἐξεκλίναμεν ὅλως διὰ ὅλου ἀπὸ αὐτά, τί κάνομεν ἀκόμα! ἡ νηστεία δὲν εἶναι τίποτας, ἡ ἐκκλησία τὸ ἴδιον, ἀνώτερον δὲν ὑπάρχει, φύση εἶναι καὶ ὄχι παντουργός, καὶ τί ᾽ναι Θεὸς καὶ πῶς ὁ Χριστὸς καὶ τί ἡ Παναγία, καὶ ἀφοῦ καταντήσαμε ἀχάριστοι εἰς τὴν ἐσπλαχνία της, τὴν βλαστημοῦμεν κιόλα, ὅτι δὲν μᾶς εἶπε τὰ μυστήρια της, καὶ ἀφοῦ οἱ ἄπιστοι ἐκλαμπρότατοι καὶ οἱ ἐξοχότατοι καὶ οἱ κλέφτες καὶ οἱ λησταί, ἐμεῖς οἱ γενναιότατοι, ὅλοι μαζί, μὲ τοὺς ἐκλαμπρότατους καὶ μεῖς, πωλοῦμεν τὸ πολυτίμητό μας τζιβαϊρικὸν εἰς τοὺς ἀλλόθρησκους, διὰ τί; διὰ ἕνα τραπέζι, διὰ μιὰν γλυκὴ καὶ δολερὰ καλημέρα τῶν πρέσβεγων, τῶν ἀνθρωποφάγων, ὁποὺ τρῶνε ζωντανοὺς ἀνθρώπους, καὶ γενόμαστε καὶ ποταποὶ καὶ πουλημένοι εἰς τὴν δική μας βασιλείαν, χωρὶς πατριωτισμὸ καὶ χαραχτήρα, καὶ μᾶς κατακερματίζει ὅλα αὐτὰ καὶ μᾶς κάνει σκοῦπρα, ὅτι τέτοιοι εἴμαστε, καὶ τ᾽ς λέμε:
Σὲ περικαλῶ, βασιλέα μου, βασίλισσά μου, κυβέρνησή μου πουλημένη καὶ φκιασμένη ἀπὸ τοιούτους καταχρηστὰς τῆς πατρίδος, σᾶς περικαλοῦμε, μεγάλους καὶ μικρούς, νὰ μᾶς βγάλετε ἀπὸ τὴν πατρίδα μας βουλευτάς, νὰ μᾶς κάμετε γερουσιαστάς, νὰ μᾶς κάμετε δημάρχους καὶ τὰ ἑξῆς· καὶ μπαίνομεν καὶ κλέβομεν διὰ νὰ φκιάσουμεν ἕνα χρυσὸ φόρεμα, διὰ νὰ βάλομεν χερότια καὶ μεγάλες πολυτέλειες, καὶ δι᾽ αὐτὰ ὅλα μᾶς λέγει ὁ βασιλέας καὶ ἡ κυβέρνησή του: Πέταξε ὁ γάιδαρος; Πέταξε, λέμεν, καὶ ὅ,τι στραβὰ νομοσκέδια φέρνουν εἰς τὶς Βουλὲς ἀναντίον τῆς λευτεριᾶς τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, εὐτὺς τὰ ᾽πογράφομεν μὲ χέρια καὶ μὲ ποδάρια, χωρὶς καμίαν παρατήρησην, καὶ καταντήσαμεν ἐδῶ ὁποῦ εἴμαστε, καὶ χύνομεν ποταμοὺς αἵματα ἀθῶα καὶ ἀφανίζομεν καὶ γενικῶς τὴν πατρίδα μας. […]