Αν υπάρχει κάτι στη ζωή μας που δεν τιθασσεύεται, αυτό είναι η αέναη κίνηση του χρόνου. Το σήμερα γίνεται χθες εν ριπή οφθαλμού, και το αύριο σήμερα και χθες. Κι εμείς παρασυρόμεθα προς το τέρμα της πορείας μας, εκόντες άκοντες, παρακολουθούντες τα γεγονότα που περνούν από μπροστά μας, χωρίς αναστρέψιμη ελπίδα. Αυτή είναι η μοίρα των θνητών. Κι αλλοίμονο σ’ εκείνους που δεν έχουν ακόμη βρη την απάντηση στο πρόβλημα του θανάτου.Την απάντηση τη δίδει μόνο η χριστιανική πίστη.
Δία Τῆς Πίστεως τιθασεύεται καί ὁ χρόνος.
Καί ἄλλοτε μαζεύεται καί ἄλλοτε ἁπλώνεται, μοιάζει μέ τίς μαῦρες τρύπες πού συρρικνώνονται καί διαστέλλονται γιά νά γίνεται ἐργαλεῖο, γιά τήν ἡμῶν σωτηρία.
Εἶναι τό ακαινοτόμητο, τό ἀκακοπάθητο στά ἔσχατα, “οἱ ἡμέραι κολοβωθήσονται”, γιά νά μήν χάσουμε τούς κόπους μας, τήν Πίστη μας.
“ἔσται γάρ τότε θλῖψις μεγάλη, οἵα οὐ γέγονεν ἀπ ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ οὐ μή γένηται. 22 καί εἰ μή ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, οὐκ ἄν ἐσώθη πᾶσα σάρξ διά δέ τούς ἐκλεκτούς κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι”
Ὁ χρόνος ἀκολουθεῖται ρευστός ὅπως ὁ χείμαρρος πού μᾶς παρασύρει ἀνάμεσα στίς δυσκολίες τῆς ζωῆς. Ἡ Πίστης ὅμως σταματᾶ τόν χρόνο, καί τόν καταργεῖ ἀκόμη, ὅταν ὁ Πιστός τέλεια καί ἄρρηκτα κείτεται ἑνωμένος μέ Τον Δεσπότη τοῦ Χρόνου, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀλλοίμονο! Αὐτή τήν ἄσπλαχνη μυλόπετρα πού τ ἀλέθει ὅλα στόν κόσμο, τή γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, καί τή φχαριστοῦμε γιά ὅσα μᾶς ἔκανε πρίν, καί γιά ὅσα θά μᾶς κάνει ὕστερα, γιά τά πολλά κακά πού θά πάθουμε ἀπ αὐτή, κοντά στά λίγα καλά πού θά μᾶς φέρει καί πού θά μᾶς τά πάρει βιαστικά. Ἐμεῖς εἴμαστε σάν τούς δυστυχισμένους κατάδικους πού καλοπιάνουνε τόν δήμιό τούς, σάν τούς μονομάχους τῆς Ρώμης πού χαιρετούσανε τόν Καίσαρα, πρίν νά σφάξει ὁ ἕνας τόν ἄλλον, κράζοντάς τοῦ: «Χαῖρε, ὦ Καῖσαρ, οἱ μελλοθάνατοι σέ χαιρετοῦνε»! Ἔτσι, κ ἐμεῖς, χαιρετᾶμε τόν καινούργιο Χρόνο πού θά μᾶς πάει πιό κοντά στό στόμα τοῦ γιά νά μᾶς φάγει, καί χοροπηδᾶμε καί τραγουδᾶμε οἱ δύστυχοι, σάν τά σαλιγκάρια τοῦ Αἰσώπου, τήν ὥρα πού ψηνόντανε.
Τοῦτος ὁ ὑλικός κόσμος εἶναι τό βασίλειο τοῦ Χρόνου, πού τόν κάνει ν ἀνθίζει καί νά μαραίνεται ἀδιάκοπα. Ἡ φθορά εἶναι ὁ σκληρός νόμος πού ἔβαλε ἀπάνω τοῦ τοῦτος ὁ τύραννος. Μ αὐτή τήν ἄσπαστη ἁλυσίδα βαστᾶ καί τόν ἄνθρωπο, σκλάβο ἀνήμπορον κάτω ἀπό τά πόδια τοῦ.
Μόνο μία ἐλπίδα ὑπάρχει γι αὐτόν, νά γλυτώσει ἀπό τή φθορά: ὁ Χριστός, ὁ λυτρωτής, ὁ καθαιρέτης τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνος πού πάτησε τόν θάνατο καί πού εἶπε: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ κἄν ἀποθάνη ζήσεται. Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐάν τίς φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα»!