Ένας νέος άνδρας περίμενε υπομονετικά τον ιερέα μετά την πρωινή Θεία Λειτουργία. Ο ιερέας κατέλυσε προσεκτικά το υπόλοιπο της Θείας Κοινωνίας, είπε την Ευχαριστία, και ξεφόρεσε. «Δόξα Σοι ο Θεός», ψέλλισαν τα χείλη του. Με την άκρη του ματιού του είδε τον άνδρα που περίμενε έξω ακριβώς από τη νότια θύρα του ιερού. Τον είχε δει κι άλλες φορές μέσα στο εκκλησίασμα, όχι πολλές, αλλά δεν έτυχε να ανταλλάξουν κάποιες κουβέντες, γιατί συνήθως εκείνος αποχωρούσε μετά τη λήψη του αντιδώρου. Και να, τώρα, που περίμενε τον παπά.
«Καλημέρα, τι κάνετε;», του είπε εγκάρδια ο ιερέας. «Σας έχω δει μερικές φορές στη Θεία Λειτουργία, αλλά δεν μπορέσαμε μέχρι τώρα να γνωριστούμε».
Γνωρίστηκαν. Ο άνδρας είπε το όνομά του, την εργασία του, την οικογενειακή του κατάσταση. Ήταν ελεύθερος, αλλά είχε κάποια σχέση με κάποια κοπέλα, την οποία, είπε, έβλεπε σοβαρά.
«Κάποτε θα γίνει και ο γάμος μας, πάτερ. Μέχρι τότε όμως απλώς συζούμε, για να δούμε κι αν ταιριάζουμε κιόλας».
Ο ιερέας στενοχωρήθηκε. «Τι ‘ναι τούτο πάλι;» αναρωτήθηκε μέσα του. «Άνθρωποι θεωρούμενοι της Εκκλησίας, νέοι που εκκλησιάζονται, αλλά σ’ αυτό το θέμα των σχέσεων σαν να μην έχουνε ακούσει τι λέει η Εκκλησία, τι λένε οι άγιοι. Έχει όμως ο Θεός!»
Δεν θέλησε να κάνει λόγο. «Αν αυτό τον απασχολεί, ας το θέσει ο ίδιος το θέμα».
«Εύχομαι σύντομα να σας δούμε να ανεβαίνετε τα σκαλιά της Εκκλησίας», είπε με χαρούμενη διάθεση. «Να ευλογήσει ο Χριστός μας τη σχέση σας. Να πάρετε τη χάρη που χρειάζεται ένα ζευγάρι, προκειμένου να βαδίσει τον δύσκολο αλλά και τόσο όμορφο δρόμο της κοινής πορείας που τέλος έχει τη Βασιλεία των Ουρανών. Αυτό θέλουν ο Θεός και οι άγιοι».
«Ναι, πάτερ, κάποια στιγμή, όπως σας είπα, θα γίνει και αυτό», μουρμούρισε διστακτικά ο νέος. «Αλλά, θα ήθελα για λίγο να σας απασχολήσω με κάτι άλλο».
«Ορίστε, πείτε μου», είπε ο ιερέας, και τράβηξε τον νέο λίγο στο πλάι, γιατί τον περίμεναν και άλλοι. «Δυστυχώς, δεν έχουμε πολύ χρόνο αυτήν τη στιγμή, αλλά καλοδεχούμενος αν θέλετε κάποια άλλη ώρα που να μπορούμε και οι δύο».
«Δεν θα σας απασχολήσω πολύ, πάτερ. Θέλω να σας πω ότι μου έκανε εντύπωση το κήρυγμα που βγάλατε προηγουμένως. Είπατε αλήθειες που πράγματι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Σ’ ένα σημείο όμως έχω μία ένσταση…».
«Καταρχάς να πω – είπε ο ιερέας – ότι κηρύσσω τον λόγο του Θεού και όχι προσωπικές μου απόψεις. Συνεπώς ό,τι σας άρεσε από τον λόγο μου ήταν ο λόγος του Θεού που κίνησε κάποια χορδή της καρδιάς σας. Ποια όμως είναι η ένστασή σας;»
«Πάτερ, είμαι νέος άνθρωπος, νέα είναι και η κοπέλα με την οποία συζώ, και παρακολουθούμε βεβαίως και τις σύγχρονες αντιλήψεις. Καλά όλα αυτά που είπατε, μα η θέση του αποστόλου Παύλου περί της γυναίκας, ότι δεν πρέπει να μιλάει στην Εκκλησία, να ρωτάει ό,τι θέλει τον άνδρα της στο σπίτι, να έχει ακόμη καλυμμένο το κεφάλι της, δεν νομίζετε ότι είναι υπερβολικά στην εποχή μας; Σαν κάτι να μην πάει… καλά στην επιστολή του αποστόλου».
Δεν έσπευσε να απαντήσει ο ιερέας. Κούνησε λίγο το κεφάλι του και είπε:
«Ναι, πράγματι, έχετε δίκιο, ότι για την εποχή μας αυτά που λέει ο απόστολος Παύλος φαίνονται λίγο αναχρονιστικά, μολονότι γενικά στον κόσμο μας συμβαίνουν πράγματα που αυτά κυρίως συνιστούν υποβάθμιση της γυναίκας. Αλλά μάλλον δεν προσέξατε όλο το περιεχόμενο του λόγου μου.
Καταρχάς, το θέμα αυτό το έθιξα ως επέκταση του κεντρικού θέματος, ότι ο Κύριος ήλθε για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τη δουλεία της αμαρτίας. Να τον επαναφέρει στην κανονική του κατάσταση, τη δημιουργημένη από τον Θεό, απ’ όπου ξέπεσε λόγω της αμαρτίας. Είδατε πόσο τόνισα την αλήθεια ότι η αμαρτία τραυματίζει τον άνθρωπο, τον πληγώνει καίρια, τόσο που τον οδηγεί και στον ίδιο τον θάνατο; «Διά της αμαρτίας ο θάνατος», που λέει ο απόστολος. Και ο Χριστός ήταν Εκείνος που αποκατέστησε και τη θέση της γυναίκας: την εξύψωσε εκεί που απαρχής την έθεσε ο Θεός: να είναι ένα με τον άνδρα, σε οργανική συνάφεια δηλαδή με αυτόν, ώστε από κοινού να ζουν την παρουσία του Θεού».
«Ναι, μα αυτά που λέει ο απόστολος δεν έρχονται σε αντίθεση με ό,τι είπε ο Χριστός;», αντέδρασε πάλι ο νέος άνδρας. «Στην εποχή μας μαντήλι στο κεφάλι, περιορισμός λόγου…», έκανε έναν μορφασμό απαξίωσης.
«Πάλι θα σας υπενθυμίσω ότι τα εξήγησα στο κήρυγμα. Λέτε για τον απόστολο. Μα δεν ακούσατε ότι είναι αυτός που τονίζει ότι δεν υπάρχει διαφορά άνδρα και γυναίκας ως προς τη θέση τους έναντι του Κυρίου, όπως και ότι όλοι οι άνθρωποι στην πραγματικότητα εν Χριστώ είμαστε ίσοι;
Για το συγκεκριμένο θέμα που λέτε, εξηγούν οι ερμηνευτές της Εκκλησίας μας ότι είχε αναφανεί συγκεκριμένο πρόβλημα στην Κόρινθο, ώστε έκανε τον απόστολο Παύλο ως πνευματικός πατέρας των πιστών, να λάβει κάποια μέτρα. Μέσα στην Εκκλησία, παρουσιάστηκε κίνημα θα λέγαμε των γυναικών, που τινάζοντας ξέπλεκα τα μαλλιά τους ζητούσαν με φίλαρχο τρόπο να υποτάξουν τους πάντες. Να είναι αυτές οι κεφαλές όλων. Καταλυόταν έτσι η ιεραρχημένη δομή της Εκκλησίας. Αλλοιωνόταν η διδασκαλία της. Γι’ αυτό και είπε ο απόστολος τότε όσα είπε για τις γυναίκες: για να κατανοήσουν ότι υπερέβησαν τα όρια, ότι ξεφεύγουν από την πίστη, ότι κινούνται δηλαδή με κοσμικά και όχι χριστιανικά κριτήρια».
Ο νέος άκουγε τον ιερέα σκεφτικός. «Ναι, τα άκουσα, αλλά δεν ξέρω, κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτά που λέει ο απόστολος. Και να σας πω, πάτερ, ωραία πράγματι η επιστολή του αποστόλου Παύλου, αυτή που έστειλε όπως είπατε στους Κορινθίους. Μα νομίζω ότι μ’ αυτά που σημειώνει για τις γυναίκες…», έδειξε ότι μάλλον πάλι δεν κατανοούσε αυτά που του έλεγε ο ιερέας, «μ’ αυτά λοιπόν που σημειώνει», επανέλαβε, «έκαψε το κείμενό του. Έκαψε όλη την επιστολή του. Τι κρίμα…!».
Ο ιερέας δεν απάντησε αμέσως. Του έκανε όμως εντύπωση η ετοιμότητα του νέου, και μετά τις εξηγήσεις, να αμφισβητεί. Σαν να είχε κολλήσει το μυαλό του. «Πόσο ένας λογισμός μάς ταράζει και μας αποπροσανατολίζει», σκέφτηκε. Έπιασε με στοργή τον νέο από τον ώμο και του είπε χαμηλόφωνα. «Αν θέλετε, ελάτε αύριο, πρωί ή απόγευμα, που θα είμαι λίγο πιο ελεύθερος, για να συζητήσουμε το θέμα»