Αξιοθαύμαστη υπομονή έδειξε στη ζωή του ο αιγύπτιος αββάς Πίωρ. Στον πανέρημο τόπο που κατοίκησε, έσκαψε και βρήκε νερό υπερβολικά πικρό. Έμεινε όμως εκεί μέχρι την κοίμησι του γευόμενος καθημερινά την πικράδα του! Πολλοί μοναχοί προσπάθησαν να τον μιμηθούν, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να παραμείνη στον φοβερό και απαράκλητο τόπο που ασκήτευε, περισσότερο από ένα χρόνο.
Κάποτε σ’ ένα μοναστήρι, ογδόντα αδελφοί έσκαψαν ένα πολύ μεγάλο πηγάδι, αλλά δυστυχώς δεν βρήκαν νερό! Με πολλή λύπη σκέφθηκαν να εγκαταλείψουν το έργο. Είδαν τότε να έρχεται από την πανέρημο, μέσα στο μεσημεριάτικο λιοπύρι, ο αββάς Πίωρ. Τους πλησίασε, τους χαιρέτησε και τους είπε:
– Ολιγόψυχοι, γιατί μικροψυχήσατε; Από τη χθεσινή μέρα σας παρακολουθώ από μακριά και σας βλέπω ν’ απογοητεύεσθε.
Κατέβηκε μέσα στο βάθος του πηγαδιού και προσευχήθηκε. Στη συνέχεια παίρνει την τσάπα, χτυπά τρεις φορές και λέει:
– Ο Θεός των αγίων πατριαρχών, του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, μην αχρηστέψης τον κόπο των δούλων σου, αλλά στείλε το νερό που χρειάζονται.
Αμέσως ξεπήδησε νερό και τους έβρεξε όλους! Ο όσιος, αφού πάλι προσευχήθηκε, σηκώθηκε να φύγη. Οι μοναχοί τον παρακάλεσαν να παρακαθήση στο χαρούμενο τραπέζι που έστρωσαν. Εκείνος όμως δεν θέλησε. Έφυγε λέγοντας:
– Τελείωσα την αποστολή για την οποία μ’ έστειλε ο Θεός. Για το τραπέζι δεν μ’ έστειλε.
(Λαυσαϊκή Ιστορία)