Το επιστημονικό κατεστημένο μετατρέπει την «επιστήμη» σε δογματικό εργαλείο καταπίεσης
Γράφει ο Νικόδημος Καλλιντέρης
Με ένα άρθρο-γροθιά στο στομάχι [1] τοποθετούνται στο αμερικανικό περιοδικό Newsweek (9/9/24) δύο μεγάλου βεληνεκούς αναστήματα της παγκόσμιας ιατρικής κοινότητας: ο Jay Bhattacharya, Καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Stanford και ο Bryce Nickel, Καθηγητής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο του Rutgers!
Οι δύο ξακουστοί επιστήμονες αναψηλαφούν την περίοδο του κορωνοϊού, όταν ακαδημαϊκοί με αμέτρητες περγαμηνές και ακηλίδωτο ιστορικό πλήρωσαν με τον πιο αδυσώπητο και βάναυσο τρόπο το τίμημα της δημόσιας διατύπωσης της επιστημονικής τους θέσης περί των πολιτικών υγείας που εφαρμόστηκαν τότε.
Στο άρθρο τους κάνουν αναφορά στις πρόσφατες αποκαλυπτικές παραδοχές στη Βουλή των Αντιπροσώπων του Διευθύνοντος Συμβούλου του Facebook Mark Zuckerberg, ο οποίος ομολόγησε ξεδιάντροπα ότι η ψηφιακή του πλατφόρμα σε συνεργασία με την κυβέρνηση Biden λογόκρινε μεταξύ άλλων και φωνές επιστημόνων κύρους κατά την περίοδο της υγειονομικής κρίσης! Κανένας επιστήμονας δεν θέλει οι πληροφορίες που μοιράζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να χαρακτηρίζονται ως «παραπληροφόρηση» ή να αναστέλλονται οι διαδικτυακοί του λογαριασμοί του εξαιτίας μιας επιστημονικής ομιλίας, κάτι που έκαναν συχνά οι ανεπαρκέστατοι επιστημονικά και αστοιχείωτοι κήνσορες του Facebook.
H φήμη πολλών ακαδημαϊκών δασκάλων παγκόσμιας εμβέλειας κηλιδώθηκε ενώ ως αποτέλεσμα αυτού άλλοι επέλεξαν να παραμείνουν σιωπηλοί παρακολουθώντας τις εξελίξεις από το περιθώριο για να μην διακινδυνεύσουν την προσωπική τους υπόληψη απέναντι στις πανίσχυρες και πολιτικά καθοδηγούμενες λογοκριτικές μηχανές των ψηφιακών κολοσσών.
Επιστήμονες και ερευνητές φημισμένων Ιατρικών Σχολών που αποφάσισαν να συμμετάσχουν σε συζητήσεις και συνέδρια για τις πολιτικές δημόσιας υγείας, δέχτηκαν ανοίκειες συκοφαντικές επιθέσεις, όχι μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά ακόμα και από συναδέλφους τους για «ρατσισμό», «σεξισμό», «αντισημιτισμό», «ψευδείς ισχυρισμούς» ή για «σύγκρουση συμφερόντων»… Ταυτοχρόνως, ο απλός πολίτης που θα επωφελούνταν τα μάλα από έναν νηφάλιο, αιτιολογημένο και επιστημονικά τεκμηριωμένο διάλογο, έγινε κοινωνός μιας δυστοπικής κατάστασης οργουελιανής εκδοχής με επιστήμονες να εκφοβίζονται, να απειλούνται και να συκοφαντούνται σκαιότατα από άδηλους και σκοτεινούς μηχανισμούς…
Στη συνέχεια οι δύο κορυφαίοι ειδικοί της Ιατρικής περιγράφουν τις προσωπικές επιθέσεις που υπέστησαν επειδή τόλμησαν να εκφράσουν δημοσίως τις επιστημονικές τους απόψεις για τους αυταρχικούς εγκλεισμούς, τις παρενέργειες των εμβολίων, τις υποχρεωτικότητες και τα λοιπά μέτρα που ελήφθησαν από τις κυβερνήσεις.
Καταληκτικά γράφουν επί λέξει:
«Οι επιστήμονες θα πρέπει να μπορούν να διαφωνούν για τις πολιτικές δημόσιας υγείας χωρίς να χαρακτηρίζονται ως τέρατα. Το κοινό παρακολουθεί αυτή τη διαμάχη και έχει χάσει την εμπιστοσύνη στην επιστήμη, την ιατρική και τη δημόσια υγεία. Η κοινωνία χάνει τις ωφέλειες της επιστήμης όταν ο επιστημονικός λόγος κατακλύζεται από δόγματα, όταν οι αντίθετες απόψεις αποσιωπούνται από τον φόβο για τις επιπτώσεις στην ακαδημαϊκή σταδιοδρομία και όταν αμφισβητείται το επικρατούν αφήγημα προκαλεί κατηγορίες για φανατισμό ή ακόμα και για φόνο. Η επιστήμη ευδοκιμεί με τον σκεπτικισμό, την αμφισβήτηση του status quo. Όταν η αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας θυσιάζεται στο βωμό του ιδεολογικού κομφορμισμού, η επιστήμη παύει να είναι φάρος φωτός και αντ’ αυτού γίνεται εργαλείο καταπίεσης».