• i-osia-gerontissa-galaktia-tis-kritis
    Η οσία Γερόντισσα Γαλακτία της Κρήτης
    Η παρούσα έκδοση αποτελείται από 352 σελίδες και διανθίζεται από φωτογραφίες σχετικές με τη Γερόντισσα...
  • ergoxeira-komposxoinia-thimiama
    Θυμίαμα Ιερών Μονών Αγίου Όρους
    Μοσχοθυμίαμα εξαιρετικής ποιότητας από τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους με την παλαιά παραδοσιακή συνταγή:...
  • FACEBOOK-TEST16
    Ορθόδοξη Βιβλιοθήκη
    Στο eikonia.gr θα βρείτε πολύ μεγάλη ποικιλία σε Ψυχωφελή και Πνευματικά βιβλία καθώς και βίους Αγίων...
  • agios-paisios-eikones-vivlia
    Άγιος Παΐσιος
    Μεγάλη ποικιλία από Βυζαντινές εικόνες και βιβλία με τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη στο ixnk.gr
  • FACEBOOK-TEST5
    Εργόχειρα - Σταυροί
    Στο κατάστημά μας www.eikonia.gr θα βρείτε σταυρούς όλων των ειδών σε μεγάλη ποικιλία. Ασημένιοι, επίχρυσοι,...

ΤΟ ΦΥΤΙΛΑΚΙ

Σηκωνόταν κάθε πρωί και, πριν κάνει ο,τιδήποτε άλλο, κατευθυνόταν προς το προσκυνητάρι της, αργά, ευλαβικά. Έπιανε με το δεξί της χέρι το μικρό ποτηράκι που χρησιμοποιούσε για καντήλι, το έφερνε στο αριστερό της χέρι και ξανάκανε τον σταυρό της. Το άφηνε απαλά στο τραπέζι που βρισκόταν εκεί δίπλα, άνοιγε μια μικρή μπιζουτιέρα που μέσα αντί για χρυσαφικά είχε θυμίαμα, καρβουνάκια, φυτιλάκια.

Πρόσθετε λίγο λάδι, άλλαζε το φυτιλάκι, το άναβε ψέλνοντας το «Άξιον εστίν», το τοποθετούσε και πάλι στο κέντρο του προσκυνηταριού. Το παλιό φυτιλάκι με την χαρτοπετσέτα δεν τα πετούσε στα σκουπίδια, είχε μια ειδική σακούλα, που όταν γέμιζε την έπαιρνε και την έκαιγε σε μιαν άκρη της αυλής του σπιτιού της.

Κάθε μέρα ο γιος της την πετύχαινε σε κάποιο σημείο αλλαγής του φυτιλιού. Αυτός πήγαινε πάντα βιαστικά στο μπάνιο, να πλυθεί, να ντυθεί να πάει στη δουλειά. Ο πατέρας του τους είχε αφήσει εδώ και χρόνια, μάλλον καλύτερα που έφυγε μιας και η καημένη του η μάνα τράβηξε πολλά από τα μεθύσια και τις ασωτίες του…

Την παρατηρούσε κάθε μέρα, κάθε πρωί να ψέλνει, να θυμιάζει το σπίτι, να τον αποχαιρετά με το θυμιατό στο χέρι, να τον σταυρώνει καθώς αυτός απομακρυνόταν. Και πάλι την έβλεπε να ανοίγει απαλά τις κουρτίνες του παραθύρου και να τον παρατηρεί καθώς έμπαινε στο αμάξι.

Μετά και αυτή ντυνόταν και πήγαινε στον ναό να ακούσει την ισχνή φωνή του ιερέα να ψέλνει τον όρθρο της ημέρας. Μέσα στον ναό στεκόταν όρθια κάτω από την αγιογραφία της Αγίας Αικατερίνης. Εκεί στο στασίδι ακουμπούσε λίγο, έκλεινε τα μάτια της και έλεγε την Ευχή. Μόλις τελείωνε ο όρθρος περίμενε τον πάτερ να πάρει την ευχή του. Έβαζε μετάνοια, φιλούσε το χέρι του και έφευγε.

Το απόγευμα, καθώς γυρνούσε κουρασμένος από την δουλειά, την έβρισκε είτε να κρατά το συναξάρι είτε το προσευχητάρι.

Του έβαζε να φάει, δεν τον ρωτούσε πολλά, μόνο αν ήταν καλά, μόνο αν ήθελε κάτι και μπορούσε να το κάνει. Καθόταν μαζί του και τον έβλεπε να τρώει. Τον έβλεπε και χόρταινε και η ίδια· χαιρόταν όταν έτρωγε όλο το φαγητό στο πιάτο, μα χαιρόταν περισσότερο εάν ζητούσε κι άλλο. Αν σήκωνε τα μάτια του, έβλεπε πάντα το χαμόγελό της. Σιωπηλή, ήρεμη, παρούσα. Τελείωνε το φαγητό του. Έκανε τον σταυρό της.

Σηκωνόντουσαν από το τραπέζι. Πήγαινε στο σαλόνι, άνοιγε την τηλεόραση, έβλεπε ειδήσεις ή αθλητικά, μπορεί να τον έπαιρνε ο ύπνος εκεί. Κατά το βραδάκι, σηκωνόταν, ντυνόταν και, καθώς άνοιγε την πόρτα, έλεγε: «Μάνα, θα βγω…». Η φωνή της ακουγόταν πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου της, έκαμε να τον προλάβει, μα τις περισσότερες φορές τον λόγο της τον προλάβαινε ο ήχος της εξώπορτας: «Να προσέχεις, παιδί μου!…».

Έμενε στην κλειστή εξώπορτα όρθια, μόνη, σιωπηλή. Μετά από λίγο, γυρνούσε στο δωμάτιό της. Δίπλα στο μόνο κρεβάτι της είχε ένα μικρό χαλάκι. Σήκωνε απαλά τη φούστα της, τα γόνατά της ακουμπούσαν χάμω. Το βλέμμα της έμενε καρφωμένο σε μια εικόνα της Παναγίας που είχε στο κομοδίνο της.

Δεν άκουγες τίποτα να βγαίνει από το στόμα της, δεν άκουγες φωνή, μα αν ήσουν παρών, θα έβλεπες τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα, να χαρακώνουν τα μάγουλά της, να κυλάνε στο λαιμό της και να χάνονται στην αλυσίδα του σταυρού της. Οι ώρες περνούσαν, δύο, τρεις και τέσσερις ώρες. Στα γόνατα. Στο μικρό αυτό χαλάκι, στη μικρή αυτή κάμαρα.

Ποτέ της δεν έκανε κήρυγμα στον γιο της. Ποτέ της δεν τον ρωτούσε πού πήγαινε, με ποιους ήταν, τι έκανε. Την ανησυχία της την έκανε προσευχή. Το κλειδί στην πόρτα ακουγόταν. Ήταν ο γιος της. Γύρισε. Έκανε τον σταυρό της. Ακουμπούσε το μέτωπό της χάμω και έμενε εκεί μέχρι ο γιος της να μπει στο δωμάτιό του. Αφού έπεφτε για ύπνο, έκανε αυτή να σηκωθεί.

Μα, κάποιες φορές, ήταν τόσο δύσκολο! Τόση ώρα στα γόνατα, δεν αισθανόταν πλέον τα πόδια της. Προσπαθούσε στηριζόμενη στο κρεβάτι της. Κάποιες φορές ίσα-ίσα που κατάφερνε να ακουμπήσει το σώμα της στο στρώμα, κάποιες άλλες φορές έμενε χάμω απλώνοντας τα πόδια της περιμένοντας να κυκλοφορήσει και πάλι το αίμα.

Την επόμενη μέρα η πόρτα του δωματίου του άνοιγε. Καθώς πήγαινε στο μπάνιο την έβλεπε και πάλι να αλλάζει το φυτιλάκι. Και αυτό γινόταν χρόνια. Πάντα διακριτική. Είχανε μεταξύ τους μια συνδέουσα απόσταση, μια σχέση σεβασμού, κατανόησης, αλληλοπεριχώρησης.

Ο καιρός περνούσε. Γνώρισε μια κοπέλα όμορφη, καλοσυνάτη, απλή. Την αγαπούσε πολύ ο γιος της και αυτή τον αγάπησε πολύ. Την έφερε και στο σπίτι. Της είπανε ότι έχουν σκοπό να παντρευτούν. Η μάνα του σηκώθηκε, έκανε τον σταυρό της, «νά ’ναι ευλογημένο, παιδιά μου!», είπε, έπεσε στα γόνατα, έπιασε τα χέρια της κοπέλας και τα φίλησε. Τα φίλησε και τα γέμισε δάκρυα, δάκρυα χαράς.

Πέρασαν μερικές ημέρες. Το πρόγραμμα στο σπίτι δεν άλλαξε. Μέχρι εκείνο το πρωινό… Ξύπνησε, βγήκε από το δωμάτιό του, μα δεν είδε τη μάνα του. Κοντοστάθηκε. Έμεινε ακίνητος μερικά δευτερόλεπτα. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Τα χείλη του ψέλλιζαν μια λέξη, μα την επαναλάμβαναν αδύναμα, ψιθυριστά. Μα όσο πήγαινε, η λέξη δυνάμωνε, μέχρι που η φωνή του έγινε κραυγή: «Μάνα μου!…», έλεγε και ξανάλεγε, έτρεξε στη μικρή της κάμαρα.

Άνοιξε την πόρτα. Την είδε γονατιστή πάνω στο μικρό χαλάκι. Ακίνητη, σιωπηλή, ήρεμη, χωρίς πνοή, με μάτια κλειστά, με το κομποσχοίνι στο χέρι της. Είχε γύρει και ακουμπούσε στο πλάι του κρεβατιού. Το μικρό πορτατίφ ήταν ακόμα αναμμένο. Μπροστά της η εικόνα της Παναγίας. Γονάτισε δίπλα της. Σταμάτησε να φωνάζει. Σταμάτησε να κινείται κι αυτός. Και οι δύο πλέον ήταν γονατιστοί. Μάνα και γιος. Δίπλα-δίπλα.

Μετά από μερικά λεπτά γύρισε, την είδε, της χάιδεψε τα μαλλιά, την πλησίασε και την ασπάστηκε στα μάτια της, σ’ αυτά τα μάτια που ήταν ακόμα υγρά από τα δάκρυα της προσευχής της, της νίψης που βίωνε. Τα δικά του μάτια είχαν γίνει κόκκινα από την αλμύρα των δακρύων του.

Σηκώθηκε. Πήγε προς το προσκυνητάρι. Πήρε με το δεξί του χέρι το καντηλάκι. Άλλαξε το φυτιλάκι. Έκανε τον σταυρό του. Μετά, ειδοποίησε τους συγγενείς…