Τό ἀρχοντικό του μουσουλμάνου Χουρσίτ, πᾶνε μέρες τώρα, πού ἔχει μεγάλη κίνηση. Ἡ πόρτα ὁλημερίς σχεδόν ὀρθάνοιχτη.
Ἡ μουσουλμάνα, ἡ νοικοκυρά τοῦ σπιτιοῦ, δέν εἶναι δέ θέση αὐτές τίς ἡμέρες, νά διευθύνει τό σπιτικό της. Μέρα – νύκτα βρίσκεται πάνω ἀπό τό κρεβάτι τοῦ μοναχογιοῦ της.
Τό ὀκτάχρονο ἀγόρι, εἶναι πολύ ἄρρωστο. Γιατροί μπαινοβγαίνουν στό σπίτι καί ἐξετάζουν τό παιδί. Δίνουν φάρμακα, ἀλλά ὁ ὀκτάχρονος δέν ἀνοίγει τά μάτια.
Ἀπόψε, φεύγοντας ὁ γιατρός ψιθύρισε στόν πατέρα. «Τό παιδί ὡς τό πρωΐ…».
Τό ἄκουσε ἡ μάνα καί καρφώθηκε μαχαίρι στήν καρδιά της. Ξαφνικά, κάτι τῆς ἦρθε στό νοῦ. Ἀλλάχ, Ἀλλάχ, πώς δέν τό εἶχα σκεφτεῖ ἀπό τήν πρώτη στιγμή.
Ρίχνει πάνω της ἕνα σάλι, παίρνει ἕνα μικρό δοχεῖο, (σταμνί), ἀφήνει τή φροντίδα τοῦ παιδιοῦ της γιά λίγο καί ἀθόρυβα χάνεται στό σκοτάδι.
Δέν ἦταν πάνω ἀπό μισή ὥρα ὁ δρόμος γιά τό μοναστήρι τῆς Παναγίας, ἀλλά αὐτή οὔτε τέταρτο δέν τό ἔκαμε. Χτυπάει δυνατά τήν πόρτα.
Νύχτα, τό μοναστήρι εἶχε κλείσει. Ξαναχτυπάει πιό δυνατά καί νά, ἀκούγονται βήματα ἀπό μέσα.
Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Ἀλλάχ, ἀνοίξετε, φωνάζει μέ δάκρυα στά μάτια.
Ὁ ἡγούμενος προστάζει τό καλογεράκι νά ἀνοίξει καί ἐκεῖνο σάν φτάνει στήν πόρτα σηκώνει τήν ἀμπάρα, μουρμουρίζοντας. «Οὐφ, τέτοια ὥρα καί εἶναι καί ἀντίχριστη».
Στ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, φωνάζει ἡ Μουσουλμάνα, λίγο ἁγίασμα ἀπό τήν Παναγία, πεθαίνει τό παιδί μου.
Τό καλογέρι κάτι μουρμούρισε μέσα ἀπό τά δόντια του, «δέν ἤξερα, νά μολύνω τό ἁγίασμα τῆς Παναγίας».
Ὡστόσο, πῆρε τό δοχεῖο, πού κρατοῦσε ἡ Μουσουλμάνα, πῆγε σέ μιά μικρή στέρνα, μέ νερό ἄρδευσης, τό γέμισε καί τῆς τό ἔδωσε, κλείνοντας βιαστικά τήν πόρτα.
Ἡ Μουσουλμάνα τό πῆρε μέ μεγάλη λαχτάρα. Ἔσκυψε νά φιλήσει τό χέρι του καί ἔτρεξε στό σπίτι της. Τό παιδί ζοῦσε ἀκόμα. Ἀνέπνεε, ὅμως, μέ πολύ κόπο.
Ἡ μάνα ἔσταξε λίγες σταγόνες στά χείλη του, ἀπό τό δοχεῖο πού κρατοῦσε στά χέρια της. Ὁ μικρός κίνησε τά χείλη καί αὐτή συνέχισε νά τοῦ δίνει «ἀπό τό ἁγιασμένο νερό Παναγία τῶν χριστιανῶν»!
Φώναξε καί παραλίγο νά λιποθυμήσει ἀπό τή χαρά της. Ὁ μικρός ἄνοιξε τά μάτια του καί ζήτησε νεράκι. Ἤπιε – ἤπιε, καί σιγά σιγά ξαναγύρισε στή ζωή.
Ἡ Μουσουλμάνα γονάτισε καί φώναξε μέ χαρά. Παναγία, δική Σου κι ἐγώ, ἡ φτωχή μάνα. Σ’ εὐχαριστῶ! Σ’ εὐχαριστῶ! Καί δάκρυα μούσκεψαν τό πρόσωπό της.
Πέρασαν δέκα ὁλόκληρες μέρες, ὅταν ἕνα ἀπόγευμα, ξαναχτύπησε ἡ πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας. Πῆγε πάλι τό καλογεράκι καί ἄνοιξε.
Μπροστά του παρουσιάστηκε ἡ Μουσουλμάνα κουβαλώντας ἕνα μεγάλο καλάθι μέ λογῆς – λογῆς φροῦτα. Ἤθελε νά δεῖ τόν ἡγούμενο, νά τόν εὐχαριστήσει γιά τό ἁγίασμα, γιατί σάν τό ’πιε τό μοναχοπαίδι της, ἔγινε καλά.
Τό καλογεράκι ἔμεινε μ’ ἀνοιχτό τό στόμα καί τήν κοίταζε ἀμίλητο. Κείνη τήν ὥρα, ἔφτασε καί ὁ ἡγούμενος. Ἡ Μουσουλμάνα γονάτισε μπροστά του καί ἅρπαξε τά χέρια του καί τά καταφιλοῦσε.
Σήκω, κόρη μου, τῆς εἶπε. Στήν Παναγία μας ἀνήκουν οἱ εὐχαριστίες, πού ἀγκαλιάζει ὅλα τά παιδιά Της καί στήν πίστη τή δική σου.
Ἡ Μουσουλμάνα ἔφυγε σέ λίγο, κρατώντας μαζί της μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού τῆς δώρισε ὁ ἡγούμενος, τήν ὁποία ἕσφιγγε στήν ἀγκαλιά της καί τήν ἔκρυβε στόν
κόρφο της.
Τό καλογέρι δέν ἔκανε κανένα βῆμα. Ἐξακολουθοῦσε νά μένει ἐκεῖ καρφωμένο στή θέση του.
Τί ἔπαθες παιδί μου; τοῦ φώναξε ὁ ἡγούμενος. Βλέπεις, ἡ Παναγία μας ἔχει πλατιά ἀγκαλιά καί νοιάζεται γιά ὅλους τους ἀνθρώπους.
Γέροντα, φώναξε τό παιδί καί ἡ φωνή του ἦταν τόσο ἀλλαγμένη. Γέροντα, συγχώρα με, δέν ἔδωσα ἁγίασμα στή Μουσουλμάνα, ἀλλά νερό ἀπό τή στέρνα.Σκέφτηκα, δέν μπορεῖ νά μολύνει τ’ ἁγίασμα μία ἀντίχριστη, καί ξέσπασε σέ κλάματα.
Ὁ ἡγούμενος ἔκανε τό σταυρό του.
Ἄν ἐσύ, παιδί δέν ἔδωσες, τό πραγματικό ἁγίασμα, ἡ Παναγία μας ὅμως, εἶδε τήν πίστη τῆς Μουσουλμάνας καί ἁγίασε ἐκείνη τό νερό καί ἔδωσε τήν ὑγεία στό παιδί της.