ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΣΣΑΣ: ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΑΥΜΑ

Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, που διασώζεται μέχρι σήμερα στην Άρτα, κατά τη διάρκεια της επιστροφής της Αγίας Θεοδώρας από την πεντάχρονη εξορία της στα Τζουμέρκα, συνέβησαν τα εξής: …

Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων της Αρτας και των περιχώρων συγκεντρώθηκε στην περιοχή της Γέφυρας προκειμένου να υποδεχτεί τη βασίλισσα. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα.

Στις 3 το μεσημέρι έφτασαν στη περιοχή της γέφυρας, τέσσερις ημίονοι μεταφέροντας τη συνοδεία της βασίλισσας… Η πομπή ξεκίνησε και μια παράξενη σιωπή κυριαρχούσε παντού… Όταν η πομπή έφτασε στην υψηλή καμάρα της θρυλικής γέφυρας, η βασίλισσα σταμάτησε. Ύψωσε το κεφάλι της και βλέπει τον περικαλλή ναό της Παρηγορήτισσας, για τον οποίο κατηγορήθηκε ως σπάταλη, βλέπει τη Μονή της Κάτω Παναγιάς και της Ελεούσας, γονατίζει και κλαίει. Ευχαριστεί την Παναγία την Παρηγορήτισσα για την προστασία που της πρόσφερε κατά την διάρκεια της πεντάχρονης εξορίας της και συγχρόνως την παρακαλεί να γίνει φρουρός της Άρτας και προστάτης του λαού της, που ποτέ δεν την ξέχασε αλλά αγωνίστηκε γι’ αυτήν.

Έτσι δια των προσευχών της Οσίας η πόλη της Άρτας έγινε Παναγιοφρούρητη και Θεομητοροσκέπαστη. Απόδειξη του γεγονότος αυτού είναι ότι η Παναγία Παρηγορήτισσα έσωσε πολλές φορές την πόλη από σίγουρη καταστροφή.

Ένα από τα άγνωστα θαύματα της Παναγίας Παρηγορήτισσας, που έσωσε την Άρτα από την καταστροφή στις 25 Δεκεμβρίου 1793, λόγω πλημμύρας του Αράχθου, δημοσιεύεται στη συνέχεια, διατηρώντας το γλωσσικό ύφος του συγγραφέα.

Το θαύμα αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο “Ο βίος και τα θαύματα της Παναγίας” του Ηλία Ι. Οικονόμου (1905).

Είναι δε αρκετά επίκαιρο, λόγω παρόμοιων γεγονότων που συνέβησαν στην ίδια περιοχή την 1η Φεβρουαρίου 2015.

Πιστεύουμε ότι η Θεομητορική περέμβαση της Παρηγορήτισσας έσωσε για μια ακόμα φορά την πόλη της Άρτας από τα χερότερα.

Η πλημμύρα του ποταμού Αράχθου την 25η Δεκεμβρίου 1793 και τα θαύμα της Παναγίας Παρηγορήτισσας

Την 25ην Δεκεμβρίου 1793, ήτοι προ 22 ετών ο κάτοικοι της Άρτης εξηγέρθησαν αίφνης έντρομοι από τρομερόν τινα βόμβον, όστις επλήρου απάσας τας ήχους και εκάλυπτε τας διατόρους κραυγάς ας ανέπεμπον κινδυνεύοντες Αρτινοί.
Picture
Αλλά πόθεν ο βόμβος εκείνος και δια τινα λόγον αι κραυγαί;

Ο ποταμός Άραχθος είχεν αιφνδίως πλημμυρήσει.

Η πλημμύρα εκείνη ήτο πρωτοφανής.

Οι γηραιότεροι των κατοίκων της πόλεως ουδέποτε ενεθυμούντο τοιαύτην υπερχείλισιν του ποταμού.

Τα ύδατα, εις ογκώδεις κατερχόμενα χειμάρρους, είχον υπερβή τα κατώτερα τόξα της μεγάλης Γέφυρας παρασύροντα παν το προστυγχάνον.

Διεκρίνοντο δε παρασυρθέντες υπ’ αυτών ολόκληροι κορμοί δέντρων, ολόκληροι βράχοι και αγέλαι όλαι προβάτων και αιγών.

Εδώ δε εκεί, επί της νέας όχθης, ην είχεν αποκτήσει ο μαινόμενος Άραχθος εντός πλέον αυτής της πόλεως της Άρτης, κετέκειντο και άνθρωποι πνιγέντες.

Τέσσαρα ή πέντε μικρά οικήματα είχον παρασυρθή από της πρώτης του όχθης, εφ’ ης ήσαν ωκοδομημένα.

Ουδείς δε των ενεικούντων εις αυτά είχε προφθάσει να σωθή.

Τόσον η πλημμύρα υπήρξεν απρόοπτος και ορμητική.

Και όσω παρήρχοντο αι ώραι, τόσω τρομερωτέρα και απειλητικοτέρα καιίστατο.

Ήδη αι πρώται προς τον ποταμόν γειτνιάζουσαι συνοικίαι είχον καταπλημμυρίσει υδάτων και των κατοίκων τούτων των συνοικιών αι κραιγαί είχον αφυπνίσει εντρόμους και τους λοιπούς της πόλεως κατοίκους.

Υπήρχε φόβος ότ θα κατεκλύζετο και θα παρασύρετο υπό του ακατασχέτου ρέματος όλοκληρος η πόλις.

Προ του αποτροπαίου κινδύνου, παντες οι κάτοικοι ευρέθησαν επί ποδός.

Έτρεχον δε έξαλλοι αν τας οδούς, κραυγάζοντες μόνο ως παράφρονες, αλλά μη δυνάμενοι να σκεφθώσι τίνα μέτρα σωτηρίας έπρεπε να λαβώσι.

Οι κώδωνες των εκκλησιών ήρχισαν να κρούωνται εκκωφαντικώς.

Εν τη απελπισία των, εν τη αλλαφροσύνη, υφ’ ης είχον καταληφθή, δεν εγνώριζον τι να πράξωσιν οι ατυχείς αρτινοί.

Τέλος πολλοί τούτων συνέρευσαν εις τον Ιερόν Ναόν της “Παρηγορήτισσης” Παρθένου.

Οι ιερείς είχον προσδράμει πρώτοι εκεί, και ανέπεμπον ήδη παρακλήσεις προς τον Ύψιστον και τον Υιόν Αυτού και Σωτήρα και την Υπεραγίαν Παρθένον, όπως ευδοκήσωσι να σώσωσι την πόλιν από της τρομερωτέρας των καταστροφών.

Την στιγμή της υψίστης υπερεντάσεως της κατανύξεως των πιστών, κάποιος εκ του πλήθους , εις γηραιός ευλαβής, διατελών επί έτη ως νεωκόρος του ιερού τεμένους, επλησίασεν ένθεος την ιερά εικόνα και ήρχε να σταυροκοπήται.

-Χριστιανοί, είπε, τέλος προς τους πλησίον τους ισταμένους, Εσώθημεν!

-Πώς το γνωρίζεις; τον ερώτησαν μετ’ ενδιαφέροντος.

-Αλλά δε βλέπετε λοιπόν σεις;

-Τι;

-Ιδού η Υπεραγία Μήτηρ του Χριστού μας … Κλαίει!

Όλων τότε τα βλέμματα εστράφησαν μετά δέους προς την αγίαν εικόνα της “Παρηγορήτισσης”.

Και πράγματι, λέγει η παράδοσις, από των οφθαλμών της ιεράς εικόνος είχον καταρρεύσει σταγόντες δακρύων.

Έκπληκτοι προ του θαύματος οι κινδυνεύοντες εγονυπέτησαν άπαντες ενώπιον της θαυματουργού “Παρηγορήτισσης”.

Μετά μικρόν , δεν ηκούετο πλέον έξωθεν η προηγούμενη οχλοβοή.

Είχεν ήδη παρέλθει η μεσημβρία.

Μερικοί τότε τω εν τη ιερώ Ναώ συνηγμένω εξήλθον να ίδωσι τας προόδους της πλημμύρας.

Έμειναν όμως κατατεθαμβωμένοι και άναυδοι.

Η κοίτη του ποταμού είχον επανακτήσει αποτόμως την προτέραν της μορφήν.

Τήδε κακείσε δεκρίνοντο κατακειμενα πτώματα ανθρώπων κα ζώων.

Οι λοποί όμως απειληθέντες προς στιγμήν, ήσύχασαν πλέον, ασφαλείς από παντός κινδύνου.

Και έσπευσαν να περισυλλέξωσι τους πνιγέντας, μερικοί εκ των οποίων ανέπνεον ακόμη.

Τη συμβουλή δε των ιερέων της “Παρηγορήτισσης”, μετέφεραν όλους αυτούς εις τον Ναόν της Παναγίας.

Και πάντες εκείνοι ενέζησαν, τη θεία αναζωογονηθέντες χάριτι της παρηγορούσης τους δυστυχείς Παρθένου.

Τοιουτοτρόπως απετράπη η τελεία καταστροφή της πόλεως.

Την δ’ επιουσίαν της αποφράδος ταύτης ημέρας, πανδήμως η πόλις επανηγύρισε την σωτηρίαν της.

Οι κάτοικοι συνέρρευσαν πανοικείως εις τον ηγιασμένον ναόν της Θεοτόκου και ηυχαρίστησαν αυτήν δια κατανυκτικών δεήσεων και πλουσίων αφιερωμάτων.