Κάποτε, ένας αδελφός βγήκε στον απογευματινό του περίπατο. Ενώ η ημέρα έφθανε στο σούρουπο ένας ζητιάνος άπλωσε το χέρι και ζητούσε βοήθεια.
Ο αδελφός άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του να βρεί κανένα κέρμα, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Ψάχνει το ωρολόγι του να το προσφέρει, αλλά και εκείνο το είχε ξεχασμένο στο σπίτι του.
[sc name=”glyka-toy-koytalioy” ][/sc]
Ο αδελφός κοκκίνησε λίγο στο πρόσωπο και πάνω στην αμηχανία του έσκυψε, φίλησε το χέρι του τυφλού και ψιθύρισε:
“Συγχώρα με, καλέ μου άνθρωπε, γιατί αυτή τη στιγμή δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω”.
Και ο γέρο ζητιάνος απαντά:
“Ευχαριστώ πολύ. Το πήρα. Αυτό που μου έδωσες δεν μπορούσα να το βρώ αλλού. Το νόμισμα της καλοσύνης σπάνια το βρίσκω”.