Το παράδοξο του καφέ: Πότε προκαλεί κόπωση, ατονία και νύστα

Έχει σταματήσει να σας ξυπνά ο καφές; Νιώθετε πως, όσες κούπες και να πιείτε, το μάτι δεν ανοίγει και η ενεργητικότητα που σας προσέφερε αποτελεί κομμάτι ενός μακρινού παρελθόντος; Οι επιστήμονες έχουν την εξήγηση

Ανθεκτικότητα στην καφεΐνη; Σίγουρα δεν το σκέφτηκε κανείς στον πρώτο καφέ της ημέρας ούτε και στον τρίτο. Φαίνεται όμως πως το σκέφτονται οι επιστήμονες αφ’ ης στιγμής ανακάλυψαν  το παράδοξο της καφεΐνης. Η καφεΐνη, όπως και άλλες εξαρτησιογόνες ουσίες, προκαλούν εκρήξεις ενέργειας στον οργανισμό όμως η επίδρασή της θα είναι διαφορετική στον καθένα, αναλόγως τα γονίδια και τις καταναλωτικές του συνήθειες.

Το παράδοξο, εξηγεί ο Δρ Mark Stein, καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας και Συμπεριφορικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον με ερευνητικό έργο περί την επίδραση της καφεΐνης σε άτομα με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), έγκειται στα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα από την κατανάλωση καφέ. Η άμεση επίδραση του καφέ συνοδεύεται από βελτίωση της συγκέντρωσης, της προσοχής, της γνωστικής ικανότητας και των επιπέδων ενέργειας ενώ, μακροπρόθεσμα, οι θετικές επιπτώσεις ενδέχεται να αντιστραφούν.

Για την κατανόηση του φαινομένου, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν «sleep pressure», δηλαδή την ασυνείδητη βιολογική απόκριση του οργανισμού πίσω από το αίσθημα της νύστας και πώς αυτό κορυφώνεται στη διάρκεια της ημέρας, οπότε φτάνει η στιγμή που το κιρκάδιο ρολόι θα σημάνει την ώρα για ύπνο. Αν και ακόμη ερευνάται ο τρόπος που αυτή η απόκριση εξελίσσεται, εξηγεί ο νευροεπιστήμονας και μελετητής ύπνου Seth Blackshaw από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, κεντρικό ρόλο παίζει η τριφωσφορική αδενοσίνη (ATP), μία από τις βασικές χημικές ενώσεις για την αποθήκευση ενέργειας στα κύτταρα.

Καθώς η ATP εξαντλείται, τα κύτταρα παράγουν τη χημική ένωση αδενοσίνη ως υποπροϊόν, η οποία προσδένεται σε υποδοχείς του εγκεφάλου διεγείροντας το αίσθημα της υπνηλίας. Η καφεΐνη λειτουργεί με παρεμφερή τρόπο, «κλέβοντας» τη θέση της αδενοσίνης στους υποδοχείς, η οποία ωστόσο συνεχίζει να σωρεύεται ανεξαρτήτως της διέγερσης από την καφεΐνη. Αναπόφευκτα, όταν η δράση της καφεΐνης εξασθενίσει, το φορτίο αυτό θα χρειαστεί εκτόνωση και η μόνη λύση είναι ο ύπνος.

Έπειτα, τίθεται το αρχικό ζήτημα, αυτό της ανθεκτικότητας του οργανισμού στην καφεΐνη από τη συχνή πρόσληψή της, μέσω μηχανισμών όπως η παραγωγή πρωτεϊνών από το ήπαρ που διασπούν την καφεΐνη ταχύτερα και τον πολλαπλασιασμό τον υποδοχέων αδενοσίνης στον εγκέφαλο, ώστε να αντεπεξέλθει στα επίπεδα αδενοσίνης και να ρυθμίσει εκ νέου τον κύκλο του ύπνου.

Ως συνέπεια των παραπάνω, η παρατεταμένη ή αυξημένη κατανάλωση καφεΐνης επηρεάζει τον ύπνο και αυξάνει το αίσθημα της κόπωσης. 

Τέλος, σύμφωνα με τη Δρ Christina Pierpaoli Parker, κλινική ερευνήτρια ύπνου στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα στο Μπέρμιγχαμ, δύο ακόμη τρόποι με τους οποίου η καφεΐνη μας κάνει να αισθανόμαστε κουρασμένοι, είναι η πρόκληση αιχμών στο σάκχαρο του αίματος και η αφυδάτωση.

πηγή