Τὸ πιὸ γλυκὸ ψωμί. Μια κεφαλονίτικη παραλλαγὴ μιᾶς παλαιᾶς λαϊκῆς ἀφήγησης

Λαϊκὸ παραμύθι

Τὸ παραμύθι ποὺ ἀκολουθεῖ, εἶναι κεφαλονίτικη παραλλαγὴ μιᾶς παλαιᾶς λαϊκῆς ἀφήγησης. Ἀνήκει στὸν εὐρὺ τύπο τῶν διηγηματικῶν ἢ κοσμικῶν παραμυθιῶν, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὶς περιπέτειες τῶν ἀνθρώπων χωρὶς νὰ χρησιμοποιοῦν ὑπερφυσικὰ στοιχεῖα. Εἰδικότερα, τὸ συγκεκριμένο παραμύθι κατατάσσεται στὴν κατηγορία τῶν διδακτικῶν παραμυθιῶν πού, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Δ. Λουκάτος, «ἔχουν πάντα μέσα τους μιὰ διάθεση γιὰ διδασκαλία».

Κάποτε ἦταν ἕνας πλούσιος βασιλιάς, πολὺ πλούσιος, ποὺ ὅ,τι ἐπιθυμοῦσε ἡ καρδιά του τὸ ‘χε. Ὅλα τὰ εἶχε καὶ τὸν ἔλεγαν εὐτυχισμένο, ὥσπου ἔπαθε μιὰ παράξενη ἀνορεξιὰ καὶ δὲν εἶχε ὄρεξη νὰ βάλει τίποτα στὸ στόμα του. Σιγά-σιγά ἀδυνάτιζε, κι ἄρχισε νὰ γίνεται γκρινιάρης καὶ παράξενος. Πολλοὶ γιατροὶ ἐπήγαιναν καὶ τὸν ἔβλεπαν, μὰ τὰ γιατρικά τους τίποτα δὲν μποροῦσαν νὰ τοῦ κάμουν. Ἡ ἀνορεξιὰ τοῦ βασιλιά ὅλο καὶ κρατοῦσε, κι ἐκεῖνος ἔρεβε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Τίποτα δὲ λιμπιζόταν νὰ φάει• οὔτε «τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα», ποὺ λέει ὁ λόγος.

Το πιο γλυκό ψωμί - Παραδοσιακό Παραμύθι :: Παραμυθοχωριό

Ὥσπου κάποια μέρα, ἔτυχε νὰ περνάει ἀπὸ τὸ παλάτι του ἕνας ἀσπρομάλλης γέροντας φτωχός, ποὺ ἤτανε ὅμως σοφὸς κι ἤξερε ἀπὸ γιατρικά. Τοῦ εἴπανε λοιπὸν γιὰ τὸν βασιλιά, κι ἀνέβηκε νὰ τὸν δεῖ. «Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τὸν ρώτησε. «Τί λές, γιατρέ μου», τοῦ λέει ὁ βασιλιάς. «Ὅλη μέρα ξαπλωμένος ἀπάνου στὸν θρόνο μου, οὔτε τὸ μικρό μου δαχτυλάκι δὲν κουνῶ». «Μήπως ἔχεις ἔγνοιες καὶ σκοτοῦρες γιὰ τὸν λαό σου;» «Ὄχι, κάθε ἄλλο. Ἐγὼ ζῶ ξέγνοιαστος καὶ καρφάκι δέ μοῦ καίεται γιὰ κανέναν!» «Μήπως ἐπιθύμησες ποτέ σου κάτι καὶ δὲν μπόρεσες νὰ τὸ ‘χεις;» «Oὔτε κι αὐτό! Βασιλιάς εἶμαι, κι ὅ,τι γυρέψω, τὸ βλέπω μπροστά μου!…».

Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ὁ γέροντας, ὕστερα γυρίζει καὶ λέει τοῦ βασιλιά: «Ἄκουσε, βασιλιά μου: Καθὼς βλέπω, δὲν ἔχεις τίποτα σοβαρό. Ἐκεῖνο ποὺ φταίει καὶ δὲν ἔχεις ὄρεξη νὰ τρῶς, εἶναι τὸ ψωμὶ ποὺ σοῦ δίνουν στὸ παλάτι! Νὰ διατάξεις νὰ σοῦ φέρουν νὰ φᾶς τὸ πιὸ γλυκὸ ψωμὶ τοῦ κόσμου. Ἂν μπορέσεις νὰ τὸ ‘χεις αὐτό, τότε θὰ γιατρευτεῖς!».

Ἀπὸ τὴν ἴδια μέρα ὁ βασιλιάς ἔδωσε διαταγὴ στοὺς φουρναραίους τοῦ παλατιοῦ νὰ ζυμώσουν καὶ νὰ τοῦ ψήσουν «τὸ πιὸ γλυκὸ ψωμὶ τοῦ κόσμου!». Ἔπεσαν μὲ τὰ μοῦτρα στὴ δουλειὰ οἱ ψωμᾶδες σ’ ὅλο τὸ βασίλειο, ποιός θὰ κάμει στὸν βασιλιά τὸ πιὸ γλυκὸ ψωμί! Ζύμωσαν μὲ ζάχαρη κι ἀνθόγαλα κάθε λογῆς ψωμιὰ καὶ τοῦ τά ‘φερναν στὸ παλάτι νὰ τὰ δοκιμάσει. Μὰ κανένα ἀπ’ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ψωμιὰ δὲν ἄνοιγε τὴν ὄρεξη στὸν βασιλιά. Oὔτε κι ἤθελε νὰ τὰ φάει. Τὸ ‘να τοῦ μύριζε, τ’ ἄλλο τοῦ βρομοῦσε. Ὥσπου μιὰ μέρα, ἔξω φρενῶν ὁ βασιλιάς, ἔστειλε ἀνθρώπους του νὰ πᾶνε νὰ βροῦνε τὸν γέροντα καὶ νὰ τὸν ξαναφέρουνε μπροστά του. Ἔτσι λοιπὸν κι ἔγινε.

«Θὰ σὲ κρεμάσω, ποὺ μὲ ξεγέλασες!», τοῦ φώναξε ὁ βασιλιάς, μόλις τὸν εἶδε. «Γιατί, βασιλιά μου;», τὸν ρώτησε ὁ γέροντας. «Γιατί τὸ γλυκὸ ψωμί, ποὺ εἶπες νὰ μοῦ φτιάξουνε νὰ φάω, δὲ μοῦ ἔκαμε τίποτα!» «Μπά;», ἔκαμε ὁ γέροντας. «Φαίνεται, πὼς τὸ ψωμὶ ποὺ σοῦ ζύμωσαν, δὲν ἦταν τόσο γλυκὸ, ὅσο ἔπρεπε!» Ὁ βασιλιάς ἦταν πάλι ἕτοιμος ν’ ἀγριέψει, μὰ εἶδε τὸν γέρο ποὺ κάτι συλλογιζότανε, καὶ περίμενε.

«Ἄκουσε, βασιλιά μου», τοῦ λέει ὁ γέροντας ὕστερ’ ἀπὸ λίγο. «Ἂν θέλεις νὰ δοκιμάσεις στ’ ἀληθινὰ τὸ ψωμὶ ποὺ θὰ σὲ γιατρέψει, πρέπει νὰ ‘ρθεις μαζί μου γιὰ τρεῖς μέρες μονάχα καὶ νὰ κάνεις ὅ,τι σοῦ λέω. Ἂν δὲ γίνεις καλά, εἶσαι ἐλεύτερος νὰ μοῦ πάρεις τὸ κεφάλι!»

Κι ὁ βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας καὶ μή, δέχτηκε νὰ πάει μαζὶ μὲ τὸν παράξενο γέροντα, ἐκεῖ ποὺ τοῦ ‘λεγε. Φόρεσε κι αὐτὸς φτωχικὰ ροῦχα, ποδέθηκε παλιοπάπουτσα, πῆρε κι ἕνα μπαστούνι στὰ χέρια του κι ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ παλάτι, μακριά, κι ἐπήγανε στὸν κάμπο, ἐκεῖ ποὺ καθόταν ὁ γέροντας, σὲ μιὰ καλύβα, μέσα σ’ ἕνα χωράφι σπαρμένο.

Ξημερώνοντας, ἔδωκε ὁ γέροντας στὸν βασιλιά ἕνα δρεπάνι καὶ τοῦ λέει: «Ἔλα νὰ θερίσουμε!». Ἔπιασε ὁ βασιλιάς καὶ θέριζε μὲς στὸ λιοπύρι ὁλάκερη μέρα. Ἔκαμε καμιὰ σαρανταριὰ δεμάτια στάχυα. Ἦρθε τὸ βράδυ, πέσανε ξεροὶ νὰ κοιμηθοῦνε. Oὔτε φαΐ ὅλη μέρα, οὔτε τίποτα. Ἔμενε, βλέπεις, κι ὁ γέροντας νηστικός.

Τὴν ἄλλη μέρα, πρωὶ πρωί, ξύπνησε ὁ γέροντας τὸν βασιλιά καὶ τοῦ λέει: «Σήκω τώρα, νὰ πάρουμε ὃλ’ αὐτὰ τὰ δεμάτια, νὰ τὰ πᾶμε στ’ ἁλώνι νὰ τ’ ἁλωνίσουμε!». Κουβάλησε στὴν πλάτη του ὁ βασιλιάς περσότερ’ ἀπὸ τὰ μισά, κι ὕστερα ὅλη μέρα, γκὰπ γκούπ, τὰ κοπάνιζε μὲ τὸ δάρτη, ὥσπου κάμανε τὸ στάρι σωρό, τ’ ἀνεμίσανε καὶ τὸ βάλανε στὸ σακί. Κι ὅλη μέρα τὴν περάσανε πάλε ἔτσι, νηστικοὶ κι οἱ δυό τους, μόνο λίγο νερὸ ἤπιανε ἀπὸ τὴ στέρνα, ποὺ ἤτανε κοντὰ στὴν καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι τὸ βράδυ καὶ κοιμηθήκανε.

Τὴν τρίτη μέρα, τὸ χάραμα, ὁ γέροντας σήκωσε τὸν βασιλιά: «Ξύπνα», τοῦ λέει, «τώρα νὰ πᾶμε τὸ στάρι μας στὸ μύλο νὰ τ’ ἀλέσουμε! Πὰρ’ τὸ ἐσὺ στὴν πλάτη σου, γιατί ἐγὼ δὲν μπορῶ, καὶ πᾶμε ἐκεῖ στὴν κορφὴ τοῦ βουνοῦ, ποὺ ‘ναι ὁ μύλος». Τί νὰ κάμει ὁ βασιλιάς, ἀφοῦ ἔτσι ἤτανε ἡ συφωνία, φορτώνεται τὸ σακὶ στὴν πλάτη καὶ, κουρασμένος κι ἐλεεινὸς, τὸ κουβάλησε στὴν κορφή. Τώρα ἀρχίνησε καὶ νὰ πεινάει, μὰ δὲν ἔλεγε ἀκόμα τίποτα.

Ἀλέσανε τὸ στάρι τους καὶ, γιὰ νὰ μὴν τὰ πολυλογοῦμε, γυρίσανε κατὰ τὸ μεσημέρι στὴν καλύβα, πάλι ὁ βασιλιάς φορτωμένος τ’ ἀλεύρι. «Ἔλα τώρα νὰ ζυμώσουμε», τοῦ λέει ὁ γέρος. Ξεχώρισε ὡς δέκα λίτρες ἀλεύρι, τὸ ‘ριξε στὴ σκάφη κι ἔβαλε τὸν βασιλιά νὰ ζυμώνει. Ὕστερα, τὸν ἔστειλε στὸν λόγγο νὰ κόψει ξύλα, κι ἀργὰ κατὰ τὸ βράδυ βάλανε κι ἐκάψανε τὸν φοῦρνο, γιὰ νὰ ψήσουνε 3-4 καρβέλια. Ὁ βασιλιάς τώρα πεινοῦσε κι ἐπερίμενε, πότε νὰ ψηθοῦν τὰ ψωμιά, γιὰ νὰ φάει! Μὰ πιὸ πολὺ τὰ λιμπιζόταν, ὅταν ἄρχισε νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν φοῦρνο ἡ μυρωδιά τους. «Πεινάω πολύ», λέει τοῦ γέρου. «Περίμενε καὶ θὰ φᾶς!», τοῦ ἀπάντησε κεῖνος.

Το πιο γλυκό ψωμί

Σὲ λίγο βγήκανε τὰ καρβέλια, ἀχνιστὰ καὶ ροδοψημένα. Σὰν πεινασμένος λύκος τότε ὁ βασιλιάς ἅρπαξε τὸ καρβέλι, τὸ ἔκοψε μὲ τὰ χέρια του κι ἄρχισε νὰ τρώει. Μὰ μὲ τὴν πρώτη μπουκιὰ ποὺ κατάπιε, τὸ πρόσωπό του ἔγινε κόκκινο ἀπὸ χαρὰ καὶ φώναξε: «Μάλιστα! Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ γλυκὸ ψωμὶ τοῦ κόσμου! Κι ὅμως οὔτε μιὰ κουταλιὰ ζάχαρη δὲν ἔριξα στὸ ζυμάρι του!». Τότε ὁ γέροντας χαμογέλασε καὶ τοῦ εἶπε: «Βασιλιά μου, πρέπει νὰ ξέρεις, πὼς ἡ ζάχαρη τοῦ ψωμιοῦ σου ἦταν ὁ ἱδρῶτας ποὺ ἔχυσες γιὰ νὰ τὸ φτιάξεις. Τώρα εἴσ’ ἐλεύτερος νὰ ξαναπᾶς στὸ παλάτι σου. Κοίτα μονάχα νὰ δουλεύεις ἀποδῶ κι ἐμπρός καὶ θὰ δεῖς, πὼς ἡ ὄρεξη δὲν θὰ σοῦ λείψει».

Ὁ βασιλιάς ἀκολούθησε τὴν ὀρμήνεια τοῦ γέροντα, κι ὅταν γύρισε στὸ παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα γιὰ τὸν λαό του, ἐκατέβαινε καὶ στὸν κῆπο του γι’ ἄλλες δουλειές, κι ἀπὸ τότε γιατρεύτηκε ἀπὸ τὴν ἀνορεξιὰ κι ἔτρωε καλά, ποὺ μακάρι νὰ τρώαμε κι ἐμεῖς ἔτσι!

*ἔρεβε (ρέβω) : ἀδυνάτιζε *λιμπιζόταν: λαχταροῦσε *ποδέθηκε: φόρεσε τὰ παπούτσια του *λιοπύρι: καύσωνας *ὁλάκερη: ὁλόκληρη *περσότερ’: περισσότερα *δάρτης: ξύλο μὲ τὸ ὁποῖο χτυποῦν τὸ στάρι *ἀνεμίσανε [τὸ στάρι]: διαδικασία μὲ τὴν ὁποία καθαρίζεται τὸ στάρι ἀπὸ τὰ ἄχρηστα μέρη *πάλε: πάλι