Το Θιβέτ. Ο παγωμένος δαιμονότοπος….

    Θιβέτ! Τρομερά μυστήρια. Παγωμένες ερημιές. Μια χώρα που θαρρείς πως βρίσκεται σε κάποιον άλλον κόσμο!

            Μα σήμερα ήρθε η σειρά του να το ξεγυμνώσουνε κι’ αυτό από το μυστήριό του οι μηχανικοί άνθρωποι του καιρού μας. Ο πόλεμος το ρημάζει, ο πόλεμος που γίνεται με τις μηχανές, οπού πετούνε στον αγέρα και ρίχνουνε μπόμπες. Σε λίγον καιρό δεν θα υπάρχουνε πια τα μοναστήρια του, αυτά τα μυστηριώδη και καταχθόνια εργαστήρια της δαιμονικής μαγείας. Θα γίνουνε ένας σωρός πέτρες το καθένα, ξεχασμένα μέσα σε κείνες τις ατελείωτες ερημιές.

            Για το Θιβέτ έχω γράψει πολλές φορές, κι’ αν τα διάβαζε κανένας όλα μαζί τα όσα έγραψα, θα μπορούσε να νοιώση την ιδιαίτερη και την εξωτική πνοή του. Ενώ, τί να πρωτογράψω, σ’ αυτό το μικρό κομμάτι το χαρτί που έχω μπροστά μου;

  Το Θιβέτ είναι η απόκοσμη και κρύα έρημο που μοιάζει με κάποιες τοποθεσίες που βλέπει κανένας στόνειρό του. Πέτρες, βράχοι, σκέλεθρα από ζώα κι’ από ανθρώπους. Ψυχή ζωντανή δεν φαίνεται. Μοναχά ένας παγωμένος αγέρας φυσά απάνω στα ξερά χορτάρια.

            Ύστερα από πολλά μερόνυχτα που περπατάς, βλέπεις, πέρα μακρυά, έναν βράχο, κι’ απάνω στον γκρεμνό ξεχωρίζεις μια τρύπα, μια σπηλιά. Εκεί μέσα ζη ένας ασκητής, ένας λάμας. Όλα τριγύρω είναι νεκρά, τόσο που δεν πιστεύεις πως ζη εκεί μέσα ανθρώπινη ψυχή.

            Την άλλη μέρα, κατά το βράδυ, βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα από τα μοναστήρια του Θιβέτ, τα λεγόμενα Γκόμπελ. Είναι χτισμένο στην πλαγιά ενός βραχόβουνου, μέσα σ’ έναν καστρότοιχο. Απ’ έξω δεν φαίνεται ψυχή ζωντανή. Σιωπή! Νέκρα! Κι’ όμως, εκεί μέσα ζούνε χιλιάδες καλογέροι, οι λεγόμενοι λαμάδες. Την αυγή ακούγονται μέσα στην ερημιά οι ψαλμωδίες τους, κι’ ανατριχιάζεις. Αν μπης μέσα, θα βρεθής σ’ έναν λαβύρινθο από στενοδρόμια ανάμεσα σ’ ένα πλήθος μικρές εκκλησιές και σε κελλιά παράξενα. Στη μέση βρίσκεται ο μεγάλος ναός. Ο χρυσός τρούλλος του λαμποκοπά μέσα στον ουρανό που είναι μαβίς, σαν μαύρος. Εκεί που κυττάζεις τον κουμπέ, άξαφνα σε πιάνει ανατριχίλα. Δυο μεγάλα μάτια σε βλέπουνε καλά – καλά. Είναι ζωγραφισμένα απάνω στον τρούλλο.

  Η μυρουδιά του λιβανιού γεμίζει τον αγέρα. Μπαίνεις κατά τύχη μέσα σ’ ένα από τα παρεκκλήσια. Μια βρώμα από το τσαγκό βούτυρο που καίγει στα λυχνάρια, χτυπά τη μύτη σου. Τα λυχνάρια ανάβουνε με μυστήριο μέσα στο σκοτάδι, και το μάτι ξεχωρίζει ένα πλήθος αγάλματα με φριχτά πρόσωπα, σκεπασμένα με κάτι σκονισμένα κουρέλια παμπάλαια. Από τη σκεπή κρέμουνται σκέλεθρα παραγεμισμένα με άχυρο, κι’ από την πολυκαιρία μαδάνε και πέφτουνε κομμάτια. Ολόγυρα είναι ζωγραφισμένα στους τοίχους αμέτρητα σιχαμερά είδωλα. Μουτσούνες κρέ[κ]ουνται δω και κει. Στις γωνιές είναι ακουμπισμένες κάτι σούβλες και κοντάρια σκουριασμένα. Η καρδιά σου σφίγγεται. Θαρρείς πως βλέπεις κανέναν βραχνά. Εκείνοι οι διαβόλοι χορεύουνε γύρω σου, δίχως να βγάλουνε μιλιά.

            Βγαίνεις έξω από τούτο το καταραμένο διαβολόκαστρο, και τρέμεις από τον φόβο σου. Το κρύο σε συνεφέρνει. Βρίσκεσαι πάλι χαμένος μέσα σ’ ένα ατελείωτο χάος από βουνά, που είναι ίδια με τα βουνά του φεγγαριού. Δεν υπάρχει πνοή πουθενά. Ανάρηα βλέπεις άνθρωπο.

  Ο αγέρας είναι κατακάθαρος σαν κρούσταλλο. Το μάτι σου βλέπει πολύ μακρυά. Μ’ όλη την ερημιά και τη σιωπή, παντού βλέπεις κάποιο πράγμα που είναι κανωμένο από ανθρώπινα χέρια, δίχως να φαίνεται άνθρωπος. Παντού θρησκευτικά και μαγικά πράγματα! Μύλοι, τοίχοι αγιασμένοι, πέτρες χαραγμένες με μυστηριώδη πράγματα, κάτι προσκυνητάρια μυτερά που τα λένε τσόρτεν, σωροί πέτρες στοιβασμένες στις πλαγιές, μυστικά ρητά γραμμένα στους τοίχους.

            Οι Θιβετιανοί, μ’ όλο που είναι άνθρωποι χαρούμενοι κι’ ανοιχτόκαρδοι, έχουνε μια φαντασία αρρωστημένη, που καταγίνεται με μαγείες, με κόκκαλα, με δαίμονες, με καταχθόνιους χορούς. Η θρησκεία τους, ο λεγόμενος λαμαϊσμός, είναι μια φρικτή δαιμονολατρεία.

            Ο απέραντος τόπος τους είναι όλος σκεπασμένος από πέτρες σκόρπιες, μαζί με πλήθος κόκκαλα από ζώα, νεκροκέφαλα, αρχοκοκκαλιές, πλάτες, ποδάρια σκελετωμένα. Σαν ψηλώση λίγο ο ήλιος, πιάνει και φυσά ένας δυνατός άνεμος που κλαίγει, ουρλιάζει σαν να είναι κανένας βρυκόλακας. Δεν φαίνεται μήτε πουλί πετάμενο, μήτε μαμούνι περπατάμενο. Οι βράχοι είναι ξεσκισμένοι από τον παγωμένο αέρα, κι’ αυτοί σαν σκέλεθρα.

            Άξαφνα βλέπεις ένα απόγκρεμνο βουνό, δίχως καμμιά παρηγοριά. Ξεχωρίζεις κάτι τρύπες, σαν φωλιές από όρνια, απάνω στον γκρεμνό. Εκεί μέσα ζούνε κάποιοι ερημίτες, κάποιοι λαμάδες, πεθαμένοι για τον κόσμο. Τα ασκηταριά τους είναι κάτι κουτιά κρεμασμένα στο χάος. Από μέσα αυτές οι φυλακές είναι κατασκότεινες. Οι ασκητάδες είναι σφαλισμένοι εκεί μέσα σ’ όλη τη ζωή τους, δίχως να βλέπουνε και ν’ ακούνε τίποτα, αληθινά πεθαμένοι και θαμμένοι μέσα σε κείνον τον τάφο. Για θροφή έχουνε λίγο καβουρντισμένο κριθάρι αλεσμένο, και πίνουνε λυωμένο χιόνι. Το ποτήρι τους είναι το καύκαλο από μια νεκροκεφαλή. Κοντά τους βρίσκουνται στοιβιασμένα λίγα παμπάλαια βιβλία της δαιμονικής θρησκείας τους, μιά – δυό ζωγραφιές και κάτι κουδουνάκια για τη λειτουργία τους.

            Η πρώτη θρησκεία του Θιβέτ ήτανε η δαιμονολατρεία που τη λέγανε Μπον – Πο, και την κάνανε μέσα σε κάποιες σκοτεινές σπηλιές. Μα ύστερ’ από πολλούς αιώνες, ήρθε σ’ αυτή τη χώρα ο βουδδισμός από την Ινδία, που ανακατεύτηκε με το Μπον – Πο, κ’ έγινε αγνώριστος. Ο βουδδισμός δεν ήτανε θρησκεία, αλλά μια φιλοσοφική θεωρία, η φιλοσοφία της απελπισίας. Οι Θιβετιανοί όμως την κάνανε θρησκεία με θεούς καλούς και κακούς, με κόλαση και με παράδεισο. Κατά βάθος όμως η θρησκεία τους είναι πάντα μια φρικτή δαιμονολατρεία, με μαγείες και με σατανικά πράγματα.

 Αυτή η χώρα είναι αληθινά γεμάτη από δαιμόνια. Φαίνεται πως οι διαβόλοι μαζευτήκανε σε κείνες τις παγωμένες ερημιές. Σε κάθε βράχο, σε κάθε τρύπα, σε κάθε σπηλιά, σε κάθε χαράδρα, σε κάθε κλεισούρα, φωλιάζει κι’ ένα τελώνιο.

            Λένε πως οι δαίμονες αγαπάνε να κάθουνται στις ερημιές, σαν καταραμένοι που είναι. Αυτό το πράγμα το πιστεύανε κι’ οι αρχαίοι χριστιανοί, και γι’ αυτό οι ασκητάδες πηγαίνανε στην έρημο, και κει αγωνιζόντανε καταπάνω στα πονηρά πνεύματα.

            Ο ίδιος ο Χριστός έλεγε πως τα δαιμόνια συχνάζανε στους έρημους τόπους: «Και σαν έβγη το ακάθαρτο πνεύμα από τον άνθρωπο, λέγει, περνά από ξερότοπους, ζητώντας ανάπαυση και δεν βρίσκει. Τότε λέγει: Θα γυρίσω πίσω στο σπίτι μου, απ’ όπου εβγήκα. Και γυρίζοντας πίσω, το βρίσκει σκουπισμένο και συγυρισμένο. Τότε πηγαίνει και παίρνει μαζί του άλλα εφτά πνεύματα πιο πονηρά απ’ αυτό, και μπαίνουνε και κατοικούνε μέσα σε κείνον τον άνθρωπο». (Ματθ. ιβ΄, 43).

 Αλλά κι’ οι άνθρωποι που έχουνε μέσα τους πονηρά πνεύματα, οι λεγόμενοι δαιμονιζόμενοι, φεύγανε από την πολιτεία και πηγαίνανε στις ερημιές, όπως λέγει το Ευαγγέλιο για τους δυο δαιμονισμένους που ζούσανε μέσα στα μνήματα, σε έρημους τόπους. Το ίδιο κι’ ο άλλος δαιμονιζόμενος, που δεν είχε μέσα του μοναχά ένα δαιμόνιο, αλλά πολλά, περιπλανιότανε στην έρημο. «Πολλά χρόνια, γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς, τον τάραζε ο δαίμονας, και τον δένανε με αλυσίδες και τον φυλάγανε, και τις έκοβε, κι’ ο δαίμονας τον κυνηγούσε και τον πήγαινε στις ερημιές». «Πολλούς γαρ χρόνους συνηρπάκει αυτόν, και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους». (Λουκ. η΄, 29).

 Άρθρο του κ. Φώτη Κόντογλου. Ελευθερία, 10-7-1960

 

πηγή