-Τόν είδα μέ τά μάτια μου, ὡσάν καί σένα νέα,
πά νά γένειῶ ἑκατό χρονών, κι᾿ ἀκόμα τό θυμούμαι,
σάν νἄταν χτές μονάχα…
– Ἀπέθανε, γιαγιά; – Ποτέ, παιδάκι μου! Κοιμάται…
-Καί τώρα πιά δέν ἠμπορείῖ, γιαγιάκα, νά ξυπνήσειῃ;
-Ὢ βέβαια! Καιρούς καιρούς, σηκώνει τό κεφάλι,
στόν ὕπνο τόν βαθύ του, καί βλέπειἄν ἦηρθεν ἡ στιγμή, πὤχ᾿ ὁ Θεός ὁρίσει…
-Πότε, γιαγιά μου; Πότε;
-Ὅταν τρανέψεις, γυόκα μου, κι᾿ ἀρματωθεις καί κάμεις
τόν ὅρκο στήν Ἐλευθεριά, σύ κι᾿ ὅλη ἡ νεολαία,
νά σώσετε τήν χώρα…
Κι᾿ ὁ Βασιλιάς θὰ σηκωθείῇ… τόν Τονῦόρκο νά χτυπήσει.
Καί χτύπα, χτύπα θά τόν πά μακρά νά τόν πετάξειῃ,
πίσω στήν Κόκκινη Μηλιά, καί πίσω᾿ ἀπό τόν ἥλιο,
πού πιά νά μή γυρίσειῃ!».