Γράφει ο Νεκτάριος Δαπέργολας
«Ἐπιφυλακτικὸς» γιὰ τὸν σοδομιτικό «γάμο» τόλμησε νὰ δηλώσει ὁ προκλητικὸς ρασοφόρος ποὺ (κρίμασιν οἰς οἵδε Κύριος) ὑποδύεται τὸν Ὀρθόδοξο ἀρχιερέα καὶ προκαθήμενο τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, χαριεντιζόμενος παρεούλα μὲ τὸν «ὑπερήφανο» ἀρχικαρνάβαλο, ποὺ προΐσταται τοῦ συριζέϊκου τσίρκου. Καὶ ἐπανέλαβε βεβαίως καὶ τὸ γνωστὸ τρισάθλιο τροπάριο ὅτι «ὅταν κατατεθεῖ τὸ νομοσχέδιο, θὰ τὸ δοῦμε» (λὲς καὶ δὲν γνωρίζει δηλαδὴ τί θὰ περιλαμβάνει καὶ τί θὰ ὄφειλε πραγματικὰ ὁ ἴδιος ἤδη ἀπὸ καιρὸ νὰ πράξει). Ὁ σκοπὸς ὅμως ἀκριβῶς εἶναι καὶ πάλι νὰ μείνουμε σιωπηλοὶ μέχρι νά…«τό δοῦμε». Καὶ φυσικά, ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα «νὰ τὸ δοῦμε», εἶναι πλέον ἤδη ἀργά, γιατί ὅλα ἔχουν τελειώσει καὶ δὲν ἔχει πιὰ νόημα νὰ ποῦμε τὸ παραμικρό. Γνωστὴ τακτικὴ καὶ δοκιμασμένη σὲ πολλὲς περιπτώσεις, ὅπως ἐκεῖνα τὰ ἀλήστου μνήμης ἀντιεκκλησιαστικὰ μέτρα τὸν καιρὸ τῆς ψευτοπανδημίας, οἱ νέες ταυτότητες καὶ τόσα ἀκόμη.
Καὶ ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν βεβαίως τὴν ὥρα ποὺ ἀκόμη καὶ ἕνα ἁπλὸ «ὄχι» θὰ ἦταν ἀπαράδεκτο, γιατί ἡ στοιχειωδῶς αὐτονόητη στάση τῆς διοικούσας Ἐκκλησίας θὰ ὄφειλε πολὺ ἁπλὰ νὰ εἶναι το νὰ ξεσηκώσει στὸ πόδι τὸν τόπο, νὰ βγάλει τὸν κόσμο στοὺς δρόμους καὶ γενικὰ νὰ κηρύξει ἀνένδοτο πόλεμο στὸ ἀντίχριστο πολιτικὸ καθεστώς, μέχρι νὰ ἀποσυρθεῖ τὸ προετοιμαζόμενο παμμίαρο ὄνειδος. Ἀντ’ αὐτοῦ, τὰ περιφερόμενα ἄταφα πτώματα τῆς ἀποστασίας ποὺ παριστάνουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία, ἀνοίγουν οὐσιαστικὰ τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἀποδοχή, νανουρίζοντας περαιτέρω ἕναν ἤδη κοιμισμένο λαὸ μὲ ἀγαπουλίστικες σοφιστεῖες καὶ γελοῖες ὑπεκφυγές.
Καί, φυσικά, ἐσκεμμένα χρησιμοποιῶ πλέον πληθυντικὸ ἀριθμό, γιατί τὸ πρόβλημα, ὅπως γνωρίζουμε καλά, δὲν ἔγκειται μόνο στὸν τραγικὸ ἀρχιεπίσκοπο, ἀλλὰ ἐξίσου ἀφορᾶ ὅλη τὴν Ἱεραρχία. Καὶ πλέον μάλιστα, μποροῦμε νὰ ποῦμε, χωρὶς καμία ἐξαίρεση. Γιατί τὸ θέμα αὐτὸ τίθεται πιεστικὰ καὶ πρὸς τοὺς ἐλάχιστους ποὺ γνωρίζουμε ὅτι δὲν ἐλέγχονται ἀπὸ τὸν Ἱερώνυμο Λιάπη, ποὺ δὲν τσαλαβουτᾶνε στὰ λύματα τῆς μασονίας, ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ συμφέροντα, ποὺ δὲν τοὺς «κρατᾶνε» μέ…διάφορα «ἄλλα» κλπ.
Πάντα γράφαμε ὅτι στὸν ὀλισθηρὸ κατήφορο στὸν ὁποῖο κουτρουβαλάει ἐδῶ καὶ πολὺ καιρὸ ἡ Ἱεραρχία ὑπάρχουν καὶ κάποιες ἐξαιρέσεις, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ξεκάθαρο ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι περισσότερο ὁμιλητικοὶ καὶ δυναμικοὶ ὡς πρὸς κάποιες ἐξελίξεις τῶν τελευταίων χρόνων. Πλέον ὅμως εἶναι σαφὲς ὅτι μετριοπάθειες καὶ ὑποτονικὲς ἀντιδράσεις δὲν γίνεται νὰ χωρέσουν μέσα στὸ ἀσφυκτικὸ πλέγμα τῶν Καιρῶν. Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἔχει ἀνάγκη ὄχι μόνον ἕναν ἀλλὰ πολλοὺς Καντιώτηδες – καὶ λίγο πρὶν ἀρχίσει νὰ βρέχει φωτιὰ καὶ θειάφι ἀπὸ τοὺς οὐρανούς – ὑπάρχει ἔστω καὶ ἕνας ποὺ θὰ τολμήσει ἐπί τέλους νὰ ἀρθεῖ στοιχειωδῶς στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ θὰ μπορέσει νὰ μοιάσει ἔστω καὶ στὸ μικρὸ δαχτυλάκι του τὸν μακαριστὸ ἀρχιερέα; Ὑπάρχει ἔστω καὶ ἕνας νὰ ἐμπνεύσει καὶ νὰ συσπειρώσει γύρω του τὸν χειμαζόμενο λαὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχει ἀπομείνει χωρὶς ποιμένα, χωρὶς ἐλπίδα γιὰ πραγματικὸ ταγὸ καὶ γιὰ φωτεινὸ παράδειγμα; Ὑπάρχει ἔστω καὶ ἕνας ποὺ θὰ φωνάξει «φτάνει, ὡς ἐδῶ», ἐν ὄψει τῆς θεσμοθέτησης τοῦ ἀπόλυτου βδελύγματος, καὶ ἂς βρεῖ καὶ τὸν μπελᾶ του μετὰ προφανῶς ἀπὸ τὴν ἀντίχριστη κοσμικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ χούντα τοῦ τόπου;
Ἀναμένουμε – ἂν καὶ πολὺ φοβᾶμαι, εἰς μάτην…