Διηγούνται για μια νεαρή κοπέλα πως είχαν πεθάνει οι γονείς της κι έμεινε ορφανή. Το όνομά της ήταν Ταϊσία και σκέφτηκε να κάνει το σπίτι της ξενοδοχείο για τους Γέροντες της Σκήτης. Έμεινε αρκετό καιρό έτσι, να δέχεται και να περιποιείται στο σπίτι της τους αγίους Πατέρες.
Μετά όμως από κάμποσο καιρό, όταν τελείωσαν τα χρήματα κι άρχισε να υστερείται, την πλησίασαν διάφοροι διεστραμμένοι άνθρωποι και την έβγαλαν έξω απ’ τον αγαθό δρόμο και σκοπό, που είχε ως τότε. Άρχισε, λοιπόν, να ζει μαζί τους άσωτα, τόσο πολύ, που έφτασε να δίνει το σώμα της στην πορνεία.
Τό ’μαθαν αυτό οι Πατέρες και λυπήθηκαν βαθύτατα.
Κάλεσαν τότε τον αββά Ιωάννη τον Κολοβό (340–409) και του λένε:
–Ακούσαμε για ’κείνη την αδελφή, πως πήρε τον κακό δρόμο. Κι εκείνη μεν, όταν μπορούσε, μας έδειχνε την αγάπη της. Τώρα, όμως, πρέπει κι εμείς να της δείξουμε την αγάπη μας και να τη βοηθήσουμε. Λάβε, λοιπόν, τον κόπο και πήγαινε να τη βρεις και, σύμφωνα με τη σοφία που ο Θεός σού ’δωσε, οικοδόμησέ την πνευματικά.
Έφυγε τότε ο αββάς Ιωάννης και πήγε στην κοπέλα και λέει στη θυρωρό της:
–Ανάγγειλέ με, σε παρακαλώ, στην κυρία σου.
Εκείνη τον αποπήρε, λέγοντάς του:
–Άντε στο καλό, που μού ’ρθες κι εσύ να τη δεις! Εσείς που, απ’ την αρχή, της τα φάγατε όλα και μου την καταντήσατε πάμφτωχη!
Ο Γέροντας ωστόσο επέμενε:
–Πήγαινε να της πεις, πως, πολύ θα την ωφελήσει αυτή μου η επίσκεψη.
Ακόμη και τα παιδιά της θυρωρού, χαμογελώντας ειρωνικά, του λέγανε:
–Και σαν τι θέλεις να της δώσεις; Μήπως θέλεις να πας κι εσύ μαζί της;
Τελικά, ανέβηκε η θυρωρός και είπε στην κυρία της για τον Γέροντα.
Κι εκείνη της λέει:
–Αυτοί οι μοναχοί! Έχουν πάντα καλά «διακονήματα» να κάνουν γύρω από την Ερυθρά Θάλασσα κι όλο βρίσκουν μαργαριτάρια…
Στολίστηκε, λοιπόν, καλά-καλά και λέει στη θυρωρό:
–Κάλεσέ τον να ’ρθεί επάνω.
Και την ώρα που έμπαινε στο δωμάτιό της ο αββάς, εκείνη πρόλαβε κι έκατσε στο κρεβάτι της. Ήρθε τότε κι ο αββάς και κάθισε δίπλα της· και προσέχοντάς την σταθερά στο πρόσωπο, της λέει:
–Γιατί κατηγόρησες τον Ιησού, που έφτασες σ’ αυτό το κατάντημα;
Εκείνη, μόλις τ’ άκουσε αυτό, πάγωσε ολόκληρη!
Τότε ο Γέροντας κατέβασε το κεφάλι του κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Τον ρωτά τότε εκείνη:
–Γιατί κλαις, αββά;
Εκείνος σήκωσε για λίγο το κεφάλι του.
Μετά ξανάσκυψε και, χωρίς να σταματήσει το κλάμα, της λέει:
–Βλέπω τον σατανά να παίζει τριγύρω απ’ το πρόσωπό σου κι εγώ να μην κλάψω;
Με τα λόγια αυτά, την έπιασε πάλι κρύος ιδρώτας και συγκλονισμένη τον ρωτά:
–Γέροντα, υπάρχει άραγε μετάνοια για μένα;
–Υπάρχει! της απαντά εκείνος.
Τότε, του λέγει εκείνη αποφασιστικά:
–Πάρε με, λοιπόν, και πήγαινέ με όπου θέλεις!
–Πάμε! της λέγει ο Γέροντας.
Σηκώθηκε τότε εκείνη, έτσι όπως ήταν, και τον ακολούθησε. Ο αββάς Ιωάννης πρόσεξε καλά και είδε πως, κανέναν άνθρωπο δε διέταξε ή δε μίλησε για το σπίτι της και τα υπάρχοντά της και θαύμασε πολύ γι’ αυτό.
Όταν έφτασαν στην έρημο, είχε πια νυχτώσει. Ο Γέροντας τής έκανε μαξιλάρι από την άμμο, τη σταύρωσε και της λέει:
–Κοιμήσου εδώ, εσύ.
Πήγε πιο πέρα, σε κάποια απόσταση, έκανε και για τον εαυτό του μαξιλάρι από άμμο κι αφού έκαμε τη συνήθη ακολουθία του, ξάπλωσε να κοιμηθεί. Γύρω στα μεσάνυχτα, ξύπνησε ο Γέροντας και βλέπει, σαν ένας δρόμος φωτεινός, να ξεκινάει απ’ τον ουρανό και να φτάνει ως εκεί που κοιμόταν εκείνη. Και είδε τους Αγγέλους του Θεού να παίρνουνε ψηλά την ψυχή της.
Σηκώθηκε τότε και πήγε κοντά της· τη σκούντηξε ελαφρά με το πόδι του, αλλά εκείνη δεν κουνήθηκε. Και, σαν είδε πως είχε πεθάνει, έπεσε μπρούμυτα στην άμμο προσευχόμενος στον Θεό.
Μια φωνή ακούστηκε άνωθεν που έλεγε:
«Η μετάνοια της μιας ώρας αυτής της γυναίκας έγινε περισσότερο δεκτή από τη μετάνοια πολλών που για χρόνια μετανοούν, χωρίς όμως η μετάνοιά τους να έχει μια τέτοια θερμότητα».
[(1) Παντελή Β. Πάσχου:
«Το έαρ της ερήμου»
–Μικρό Γεροντικό Α΄–
κεφ. Ιγ΄, §Ιζ΄, σελ. 96–98,
Σειρά: «Ορθόδοξη Μαρτυρία» αρ. 21,
Εκδόσεις «Ακρίτας»,
Αθήνα, Φεβρουάριος 1992.