ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΓΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΥ

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΓΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΥ

Ό Γέροντας της Καλύβης «των Αρχαγγέλων» στη Σκήτη της Αγίας Αννης, Άνανίας Ιερομόναχος, έστειλε τον υποτακτικό του Μιχαήλ Μοναχό στη Δάφνη για επείγουσα εργασία, με τη ρητή εντολή, όπως επιστρέψει απαραίτητα το βράδυ στην Καλύβα τους.


Ή συγκοινωνία της Δάφνης – Αγίας Αννης γίνονταν τότε με τις βάρκες και τα κουπιά επειδή δεν είχαν βγει ακόμη οί μηχανές. Και για το λόγο αυτόν, όλες οί ασκητικές Καλύβες πού βρίσκονταν στην παραλία κοντά, διατηρούσαν ψαρόβαρκες, με τις όποιες πήγαιναν και στη Δάφνη.


Ό Μοναχός Μιχαήλ, πού ήταν ένας από τους πιο καλούς και συνεπείς υποτακτικούς, ξεκίνησε το πρωί, με τη βάρκα του Γέρο -Γιωργάκη, ό οποίος, επειδή δεν είχε άλλο εργόχειρο, έκανε με τη βάρκα του τη συγκοινωνία Δάφνη – Αγιάννα. Έφτασε στη Δάφνη, τελείωσε εκεί την εργασία, για την οποίο: πήγε, άλλ’ εν τω μεταξύ ο καιρός χάλασε, έπεσε στη θάλασσα δυνατός αέρας και ξεσηκώθηκε απότομα μεγάλη θαλασσοταραχή με θεόρατα κύματα.


Όλοι οί Πατέρες πού είχανε πάει στη Δάφνη, επειδή ήταν αδύνατο να γυρίσουν στις Καλύβες τους, άλλοι πήγαν στα γειτονικά εκεί Μοναστήρια, Σίμωνος Πέτρας και Ξηροποτάμου, κι άλλοι ξεκίνησαν με τα πόδια για τις Καρυές.
Αυτό το φαινόμενο γίνονταν τακτικά και οί Πατέρες ήταν μαθημένοι να φέρουν κι αυτό τον Σταυρό της πρόσθετης ταλαιπωρίας, κι έτσι φορτωμένοι τους τορβάδες με τα ψώνια, πήγαιναν αγόγγυστα με τα πόδια. Με το κομποσχοίνι στο χέρι, την ευχή στο στόμα και την καρδιά, τέλειωναν τις εργασίες τους, μέχρι πού βγήκαν, μετά από το 1933 οί μηχανές και τα μοτεράκια και γλίτωσαν από το πρόσθετο αυτό μαρτύριο.


Ό αδελφός Μιχαήλ, ένας Μοναχός απλός, αγαθός και άκακος, έμεινε κοντά στην παραλιακή ακτή, στο λιμάνι της Δάφνης και περίμενε τη θάλασσα να γαληνέψει, πού είχε κυριολεκτικά εκμανεί και αφριζομανούσε με τα θεόρατα κύματα της, άλλ’ αυτός δεν εννοούσε ν’ απομακρυνθεί και ήταν στενοχωρημένος για την εντολή πού είχε από το γέροντα του, να γυρίσει το βράδυ στο σπίτι.
Εκεί πού έκανε αυτές τις σκέψεις, πώς να γυρίσει πίσω στην Άγιάννα, βλέπει μπροστά του δυο λαμπροφορεμένους νέους, οί οποίοι τον ρώτησαν γιατί είναι στενοχωρημένος; Κι αυτός τους είπε:
— Έχω εντολή από το Γέροντά μου να γυρίσω οπωσδήποτε το βράδυ και να μη μείνω ούτε μια βραδιά έξω από την ασκητική μας Καλύβα.


Οι φαινόμενοι νέοι του είπαν:
— Θέλεις να μπεις στη βάρκα μας να σε πάμε εμείς στο Γέροντα σου;
Ό αδελφός Μιχαήλ μετά χαράς δέχθηκε την πρόταση των νέων, μπήκε στη βάρκα τους και ό ένας από τους νέους πήρε τα κουπιά της βάρκας, τα κούνησε δυο – τρεις φορές και ξαφνικά βρέθηκαν στο λιμανάκι της Αγίας Άννης (ας σημειωθεί ότι σήμερα τα πετρελαιοκίνητα μοτεράκια από τη Δάφνη στην Αγιάννα κάνουν δύο περίπου ώρες να φθάσουν, και τότε με τα κουπιά ήθελαν περισσότερο από 5 ώρες).


Ό Μοναχός Μιχαήλ, υπό τη σκέπη της υπακοής βρισκόμενος, δεν κατάλαβε τίποτε από τα υπερφυσικά φαινόμενα και από τη χαρά του πού φθάσανε νωρίς, αφού βγήκε στην παραλία της Αγίας Άννης, ευχαρίστησε τους δύο λαμπρούς εκείνους νέους, για την καλοσύνη πού του κάνανε, κι ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας τον ανήφορο, να φτάσει σύντομα στο Γέροντα του.


Στο δρόμο τον συνάντησε, ό Πάτερ Γαβριήλ, όπως του φάνηκε, από την Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» και αφού χαιρετήθηκαν καλογερικά, «ευλογείτε, ό Κύριος, ό Πάτερ Γαβριήλ ρώτησε τον υποτακτικό Μιχαήλ: «Από που έρχεσαι Πάτερ και γιατί είσαι τόσο βιαστικός;» Ό Πατήρ Μιχαήλ απάντησε στο φαινόμενο Μοναχό και είπε ότι ό Γέροντας με έστειλε σήμερα στη Δάφνη να πάρω τρόφιμα και να γυρίσω το βράδυ στο σπίτι, αλλά επειδή ό καιρός χάλασε και ή θάλασσα είχε μεγάλη φουρτούνα, ή βάρκα του Γέρο – Γιωργάκη, πού κάνει τη συγκοινωνία, δεν μπορούσε ναρθει, με πήραν μένα δυο νέοι και μ’ έφεραν από τη Δάφνη με τη δική τους βάρκα, και τώρα τρέχω να φτάσω νωρίς, στο Γέροντα μου, για να μη με μαλώσει και μου βάλει κανόνα — αυστηρή προσευχή και νηστεία.


Τότε ό φαινόμενος Μοναχός Γαβριήλ, ρώτησε τον υποτακτικό Μιχαήλ: — Που είναι τώρα αυτοί οι νέοι με τη βάρκα τους; Κι αυτός απάντησε πώς μείνανε κάτω στην παραλία, εγώ βιαστικά έφυγα και δεν τους ρώτησα που θα μείνουν. Ό Μοναχός Γαβριήλ, λέγει στον καλό υποτακτικό: «Αδελφέ, για ρίξε μια ματιά προς τη θάλασσα, και τότε γύρισαν και βλέπουν πώς ή θάλασσα είχε ασπρίσει από τους αφρούς, και τα κύματα της σκέπαζαν, όχι μόνον το λιμανάκι, αλλά όλη ή παραλία μέχρι τα βράχια ούτε βάρκα, ούτε ψυχή φαίνονταν πουθενά.


Ό φαινόμενος Μοναχός Γαβριήλ έγινε άφαντος από τα μάτια του υποτακτικού Μιχαήλ, ό οποίος συνήλθε από την έκσταση, πού ή τυφλή υπακοή προς το Γέροντα του, τον είχε μέχρι τη στιγμή εκείνη σκεπάσει, και κατάλαβε πώς οι δυο εκείνοι νέοι, ήταν, ό μεν ένας πού πήρε τα κουπιά της βάρκας, από τη Δάφνη και τα κούνησε τρεις φορές, ό Αρχάγγελος Μιχαήλ, ό δε άλλος που παρουσιάστηκε μπροστά του με το σχήμα του Μοναχού Γαβριήλ από την Καλύβα «Ευαγγελισμός» ήταν ό Αρχάγγελος Γαβριήλ.


Τα μάτια του καλού υποτακτικού Μιχαήλ μονάχου πλημμύρισαν από δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης προς τους Αρχαγγέλους και μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής και του σώματος, έτρεξε να αναγγείλει το θαύμα των Αρχαγγέλων στο Γέροντα του.


Όταν έφτασε στην Καλύβα τους, βρήκε το Γέροντα του, Άνανία Ιερομόναχο, γονατιστό μπροστά στην εικόνα των Αρχαγγέλων να προσεύχεται και να παρακαλεί το Θεό και τους Αρχάγγελους, πού στο μέσον της εικόνος έχουν τον Δεσπότη Χριστόν, με δάκρυα στα μάτια ζητούσε να βοηθήσουν τον υποτακτικό του Γαβριήλ να επιστρέψει. Και ιδού ό Πανάγαθος θεός εισακούει την προσευχή του Γέροντα και με τη πρεσβεία των Αγίων και των δούλων του «αμ’ έπος, αμ’ έργον» γοργά εισακούει και κάνει το θέλημα των φοβούμενων Αυτόν!


(Σ. Σ. Βλέπετε όμως, αδελφοί, ότι δεν ήταν μόνον ό υποτακτικός θεοφοβούμενος και συνεπής στις υποχρεώσεις του, αλλά κι ό Γέροντας του ήταν άγρυπνων και προσευχόμενος και παρακαλών το Θεό να βοηθήσει και να σκεπάσει τον υποτακτικό του από κάθε κακό, έτσι έρχεται ή χάρις και ευλογία του Θεού στο Γέροντα και ό φωτισμός, άλλα και ή πληροφορία στον υποτακτικό τυφλά να υπακούει και να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στο Γέροντα και πνευματικό οδηγητή.
Δεν πρέπει λοιπόν να ζητούμε τα πάντα τέλεια από τον υποτακτικό, άλλα θα πρέπει να συμβάλει προς τούτο και ή πνευματική αγωγή του Γέροντα, Ηγούμενου και υπόλογου Προεστώτος, όπως λέγει κι ό Απόστολος Παύλος: «Αδελφοί, πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε’ αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες…» (Έβρ. ΙΓ’ 17). Ό νοών νοείτω !)

Πηγή:Γεροντικό Αγίου Όρους