Yψώθηκε στους ουρανούς κι έφθασε με το σώμα του στον παράδεισο. Eίδε πλήθος αγίων… έφαγε από τους καρπούς του παραδείσου κι έφερε μαζί του σαν δείγμα ένα μεγάλο και θαυμάσιο σύκο, γεμάτο ευωδία, που μόνο να το μύριζε ένας άρρωστος, αμέσως γίνονταν καλά

Yψώθηκε στους ουρανούς κι έφθασε με το σώμα του στον παράδεισο. Eίδε πλήθος αγίων… έφαγε από τους καρπούς του παραδείσου κι έφερε μαζί του σαν δείγμα ένα μεγάλο και θαυμάσιο σύκο, γεμάτο ευωδία, που μόνο να το μύριζε ένας άρρωστος, αμέσως γίνονταν καλά

Yψώθηκε στους ουρανούς κι έφθασε με το σώμα του στον παράδεισο. Eίδε πλήθος αγίων… έφαγε από τους καρπούς του παραδείσου κι έφερε μαζί του σαν δείγμα ένα μεγάλο και θαυμάσιο σύκο, γεμάτο ευωδία, που μόνο να το μύριζε ένας άρρωστος, αμέσως γίνονταν καλά

Κάποτε [ο αββάς Πατερμούθιος] κατέβηκε απ’ την έρημο για να επισκεφθεί μερικούς παλαιούς μαθητές του, που ήσαν άρρωστοι. Ο ένας μάλιστα απ αυτούς επρόκειτο να πεθάνει, όπως του το είχε φανερώσει ο Θεός. Επλησίαζε το βράδυ και το χωριό ήταν ακόμη μακρυά. Επειδή δεν ήθελε να μπει με την νύχτα στο χωριό, δηλαδή σε ακατάλληλη ώρα, και στοχαζόμενος το παράγγελμα του Σωτηρος : «περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ·» (Ιω. 12:35) και « ὁ περιπατῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει»(Ιω. 11:9), καθώς έδυε ο ήλιος , του μίλησε και του είπε«Εν ονόματι του Κυρίου Ιησού Χριστού στάσου λίγο στην πορεία σου, μέχρι να φθάσω στο χωριό». Ο ήλιος που είχε δύσει σχεδόν ο μισός, σταμάτησε και δεν βασίλευσε, μέχρι που εκείνος έφθασε στο χωριό, έτσι ώστε έγινε φανερό το πράγμα και στους ντόπιους. Όλοι αυτοί εθαυμαζαν παρακολουθώντας ολόκληρες ώρες τον ήλιο που δεν έδυε. Και βλέποντας τον γέροντα Πατερμουθιο να έρχεται από την έρημο, τον ρώτησαν τι ήταν αυτό το παράξενο που συνέβη με τον ήλιο. Εκείνος τους είπε:« δεν θυμάσθε τον λόγο του Σωτηρος, εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, και μείζονα τούτων ποιήσετε σημεία;». (Ματθ. ιζ’ 20, Ιω. ιδ’ 12) . Εκείνους τους έπιασε φόβος , ενώ μερικοί έμειναν κοντά του κι έγιναν μαθητές του.
Μπαίνοντας στο σπίτι ενός αρρώστου αδελφού και βρίσκοντας αυτόν μόλις πεθαμένον, πλησίασε το κρεββάτι, προσευχήθηκε, τον φίλησε και τον ρώτησε, αν ήθελε να πάει στον Κύριο η να ζήση ακόμη στη γη. Εκείνος ανασηκώθηκε και του είπε:« Κρεῖσσον τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι·».(Φιλ. α’ 23) Το να ζήσω στη γη δεν είναι αναγκαίο. Λοιπόν κοιμήσου ειρηνικά, παιδί μου -του είπε- και πρέσβευε υπέρ εμου προς τον Θεό. Εκείνος, έτσι καθώς ήταν, ξαναέπεσε αμέσως και κοιμήθηκε. Και οι παρόντες εσάστισαν και είπαν:« Αληθώς άνθρωπος Θεού ην ούτος».(Ματθ. κζ’ 24). Εκείνος, αφού τον ετοίμασε, επέρασε όλη την νύχτα με ύμνους.


Πολλές φορές, όπως λένε, πέρασε και τα νερά του Νείλου, χωρίς να βραχεί, παρά μόνον ως τα γόνατα. Άλλοτε βρέθηκε στο πάνω δωμάτιο, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, ανάμεσα σε αδελφούς. Κι άλλες φορές, όπου ήθελε, αμέσως βρισκόταν.
Μια μέρα διηγήθηκε στον αδελφό ότι γυρίζοντας από την έρημο, υψώθηκε σαν σε οπτασία στους ουρανούς κι ότι είδε όσα αγαθά περιμένουν τους καλούς μοναχούς, που κανείς λόγος δεν μπορεί να τα πει. Και ότι έφθασε με το σώμα του στον παράδεισο και είδε πλήθος αγίων. Είπε ακόμη ότι έφαγε από τους καρπούς του παραδείσου κι έδειχνε, για πιστοποιηση, στους μαθητές του ένα μεγάλο και θαυμάσιο σύκο, γεμάτο ευωδία, το οποίο έφερε μαζί του σαν δείγμα, ότι ήταν αληθινά τα λόγια του. Αυτό το σύκο, ο πρεσβύτερος Κοπρης που μας τα διηγείτο αυτά, το είχε ιδη στα χέρια των μαθητών του, όταν ήταν νέος, το φίλησε και εθαύμασε το άρωμά του. «Πολλά χρόνια το είχαν φυλάξει οι μαθητές του, για να το δείχνουν, και ήταν τεράστιο. Ήταν αρκετό να το μυρίση ένας άρρωστος, κι αμέσως εγινετο καλά».
Στην αρχή της διαμονής του στην έρημο που είχε μείνει πέντε εβδομάδες χωρίς φαγητό, βρήκε έναν άνθρωπο που είχε μαζί του ψωμί και νερό. Άλλοτε ο δαίμονας του έδειξε τους θησαυρούς του Φαραώ, που ήταν γεμάτοι καθαρό χρυσάφι. Και ο άγιος του είπε:« τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν» (Πραξ. η’ 20).
από το βιβλίο «Ιστορία των Μοναχών της Αιγύπτου», σελ. 73, εκδόσεις Τήνος

πηγή