«Ήταν ολοφάνερο πως ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος κοντά της»

Τελείωσε η κουρά και μόλις χαιρέτησε κι ο κόσμος μου λέει η γιαγιά: «Γέροντα, θέλω να σου πω κάτι». Λέω: «Τι συμβαίνει; Τι θέλεις; Τι έχεις;». Μου λέει: «Δίπλα μου ποια ήταν;» Της λέω: «Η Γερόντισσα, η Ηγουμένη». «Όχι, η Ηγουμένη. Ξέρω την Ηγουμένη, αφού είμαστε εδώ στο μοναστήρι. Δίπλα μου ήταν μία άλλη μοναχή. Φορούσε μπλε ρούχα και στεκόταν δίπλα». «Δεν είχε καμμιά δίπλα σου».

Ένα γεγονός που φανερώνει την παρουσία και βοήθεια της Παναγίας, και το οποίο βίωσα κι εγώ, είναι το εξής: Πριν μερικά χρόνια, κάναμε κουρά μιάς μοναχής σ’ ένα μοναστήρι. Ήταν μία γιαγιά, η οποία είχε ένα παιδί μοναχό στο Άγιον Όρος και δεν είδε το παιδί της από τότε που πήγε. Ήταν πολύ καλός μοναχός, άγιος κατ’ εμένα μοναχός, τέλειος μοναχός, ο πατήρ Ιωαννίκιος, που ήταν στη μονή Διονυσίου. Πολύ σπουδαίος μοναχός, πολύ χαριτωμένος, ο οποίος ήρθε στην Κύπρο μόνο μία φορά από τότε που πήγε στο Άγιον Όρος, συνοδεύοντας ως Πρωτεπιστάτης την εικόνα του «Άξιόν εστι».

[sc name=”nistisima” ][/sc]

Η μητέρα του εξομολογείτο κοντά μου κι ήθελε να γίνει μοναχή, με προτροπή του γιού της, βέβαια. Πολύ καλή και ευλαβής γυναίκα. Την ώρα που κάναμε τη χειροτονία, την ακολουθία της μοναχικής κουράς, στεκόταν στην Ωραία Πύλη η γιαγιά αυτή, και δίπλα η Γερόντισσα, η Ηγουμένη της μονής. Μπροστά από την Ωραία Πύλη εγώ, που έκανα την ακολουθία του μυστηρίου της κουράς. Έβλεπα ότι η γιαγιά κοιτούσε συνέχεια από την άλλη πλευρά. Κάτι έβλεπε. Έλεγα μέσα μου «μα τι κοιτάζει η γιαγιά τώρα; Αντί να κοιτάζει εδώ που κάνουμε το μυστήριο, βλέπει δεξιά-αριστερά; Θέλει κάτι; Ψάχνει κάτι; Τι έπαθε η γιαγιά τώρα; Θέλει να καθήσει; Αρρώστησε; Κουράστηκε;». Αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω και την ακολουθία.

Τελείωσε η κουρά και μόλις χαιρέτησε κι ο κόσμος μου λέει η γιαγιά: «Γέροντα, θέλω να σου πω κάτι». Λέω: «Τι συμβαίνει; Τι θέλεις; Τι έχεις;». Μου λέει: «Δίπλα μου ποια ήταν;» Της λέω: «Η Γερόντισσα, η Ηγουμένη». «Όχι, η Ηγουμένη. Ξέρω την Ηγουμένη, αφού είμαστε εδώ στο μοναστήρι. Δίπλα μου ήταν μία άλλη μοναχή. Φορούσε μπλε ρούχα και στεκόταν δίπλα». «Δεν είχε καμμιά δίπλα σου».

Μου λέει τότε: «Γέροντα, ήταν μία δίπλα μου και όταν άρχισε η κουρά μου μπήκε ο λογισμός και έλεγα, άραγε τι όνομα θα μου δώσει η Γερόντισσα;». Δεν ξέρουν τι όνομα θα πάρουν οι μοναχοί από πριν, αλλά το ακούν εκείνη την ώρα. «Δίπλα μου αυτή η γυναίκα, μου είπε: Εσύ μου έδωσες τον γιό σου κι εγώ θα σου δώσω το όνομά μου. Εκείνη την ώρα είπε η Γερόντισσα Μαριάμ, κι εσύ είπες Μαριάμ, κι έλαβα το όνομα Μαριάμ μοναχή. Ήταν δίπλα μου σ’ όλη την κουρά και μου φορούσε τα ρούχα μου. Μου ενέδυε τα μοναχικά μου ενδύματα. Στο τέλος με αγκάλιασε, με ασπάσθηκε και μου είπε: Τώρα έχεις τ’ όνομά μου κι εγώ έχω τον γιό σου κοντά μου και έφυγε». Και της λέω εγώ: «Δεν κατάλαβες ποια ήταν;» Λέει: «Όχι, δεν κατάλαβα. Πρώτη φορά τη βλέπω». Ήταν απλή γιαγιά αυτή, αγία γυναίκα. Ήταν βέβαια ολοφάνερο πως ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος κοντά της.

Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου

πηγή