Το νέο ελληνικό κράτος… Τι κράτος είναι αυτό; Ένα κράτος που αρνείται το παρελθόν του; Ένα κράτος που τρέμει να ψελλίσει τη λέξη Τουρκία, μην τυχόν και παρεξηγηθεί κανας σουλτάνος; Ένα κράτος που ξεχνά ότι έχει λαό με ρίζες τόσο βαθιές, που δεν περιορίζονται μόνο σε όλες τις περιόδους της αρχαιότητας, αλλά φτάνουν και στο Βυζάντιο;
Οι Ελληνορθόδοξες ρίζες μας, τα ιδανικά μας, η αρχαία ελληνική Φιλοσοφία, τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας μας, το δοξασμένο Βυζάντιο, η Ρωμηοσύνη, οι αγωνιστές του 1821, του 1940, της Κυπριακής εποποιίας.
Δεν πρέπει να τους αφήσουμε να μας κάνουν έναν λαό χωρίς παιδεία, χωρίς επίγνωση της ιστορίας και της παράδοσής μας. Η γλώσσα, ο πολιτισμός, η ιστορία, η φιλοσοφία και η ιδιαίτερη παιδεία μας, όσο και αν θέλουν κάποιοι να τα αλλάξουν και άλλοι να τα εξαφανίσουν, θα είναι πάντα οι ακρογωνιαίοι λίθοι του Ελληνισμού.
«Γιατί το Βυζάντιο είναι η ελληνική γλώσσα και η ορθοδοξία, δηλαδή τα δύο βασικά συστατικά της ελληνοσύνης. Βέβαια το Βυζάντιο ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία, αλλά ήταν μια αυτοκρατορία ελληνόφωνη. Το ότι το Βυζάντιο ήταν ελληνόφωνο έσωσε όλον τον ελληνικό πολιτισμό»
– Κατατοπιστικότατος και διαχρονικός και ο «Eλληνικός πολιτισμός» (εκδ. Φιλόμυθος σ. 52]):
«Σκοπὸς ἐκείνων ποὺ ἔφτειασαν τὸ νέο κράτος ἦταν νὰ ξαναπιάσει ὁ Ρωμηὸς τὴ διοίκηση τοῦ κράτους του ποὺ εἶχε πρωτεύουσα τὴν Πόλη καὶ νὰ ξανακαθίσει Ἕλληνας βασιλιὰς στὸ θρόνο τῶν Παλαιολόγων.
Μὰ οἱ περίστασες, ἡ σχετικὴ ἀδυναμία τῶν ἀρχηγῶν καὶ οἱ μεγάλοι τῆς γῆς ἔτσι τὸ θέλησαν καὶ ἀντὶ νὰ γίνει, σύμφωνα μὲ τὴ θέληση τοῦ λαοῦ τὸ κράτος τῆς μεγάλης ἰδέας, ἔγινε ἕνα μικρὸ ἑλληνικὸ κράτος στὸ μέρος ποὺ εἶχε ἀνθίσει ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα.
Τὸ ἑλληνικὸ ὄνειρο ἴσως νὰ περιορίστηκε προπάντων ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ ἀντίληψη τὴν ξεπαρμένη τότε ἀπὸ μία νεογέννητη φωτοβολὴ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.
Καὶ οἱ Τοῦρκοι ὅμως, ποὺ δὲν τοὺς ἐσκότιζαν τὸ μυαλὸ οἱ πιὸ ἀρχαῖες ἱστορίες, κι αὐτοὶ ἤξεραν καλὰ τὸ τί ἐγύρευε τὸ ξυπνημένο πιὰ ἔθνος τῶν Ρωμαίων, γιατὶ τὸ θυμόντουσαν καὶ οἱ ἴδιοι – δὲν εἶχαν περάσει καὶ πολλὰ χρόνια – πὼς ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔθνος, τὸ βασιλικό, ἐπῆραν τὴν Πόλη, καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο θὰ θελήσει μία μέρα πάλι νὰ τοὺς τὴν ξαναπάρει».
[…] Καὶ ὅπως ὁ φιλελληνισμὸς καὶ ἡ ἀρχαιομανία τῶν Εὐρωπαίων καὶ ἡ ὅμοια ἀρχαιομανία τῶν γραμματισμένων Ρωμηῶν ἔπλαθαν τὴν ἀντίληψη μίας μικρῆς Ἑλλάδας στενεύοντας τὰ σύνορα τῆς φυλῆς καὶ ταιριάζοντάς τα μὲ τὰ σύνορα τῆς ἀρχαίας, ἐνῶ ὁ λαὸς εἶχε ζωντανὴ μέσα του σὰ πόθο ἐθνικὸ πάντα τὴ βυζαντινὴ παράδοση τῆς αὐτοκρατορίας, ἔτσι καὶ στὰ ἄλλα, ἐνῶ ὁ λαὸς κρατοῦσε τὴ δημοτικὴ παράδοση, οἱ γραμματισμένοι μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἀρχαιομαθῶν φιλελλήνων ὁραματίζονταν μὲ τὸν ἀρχαῖον Ἑλληνισμὸ στενεύοντας τὴ ζωὴ τοῦ ἔθνους.
Καὶ οἱ φιλέλληνες καὶ οἱ γραμματισμένοι Ἕλληνες ἐπρόβαιναν μὲ τὸ μυαλό τους κατὰ κάποιαν ἀφαίρεση. Ἡ νέα Ἑλλάδα ἦταν κατευθείαν συνέχεια τῆς ἀρχαίας, τὰ ἐνδιάμεσα δύο χιλιάδες χρόνια μὲ τοὺς δύο ἑλληνικοὺς πολιτισμούς τους ἦταν σβησμένα. Ἀλεξαντρινὰ κράτη καὶ πρὸ πάντων βυζαντινὸ δὲν εἶχαν ὑπάρξει.
Ὅλα εἶχαν φτωχύνει τόσο μέσα στὴν ψυχὴ τῶν μορφωμένων τοῦ ἔθνους, ποὺ δὲν ἐστοχάστηκαν ὅτι μποροῦσαν νὰ στραφοῦν ἀλλοῦ παρὰ στὴν Εὐρώπη γιὰ νὰ γυρέψουν πρότυπα καὶ γιὰ τοὺς νόμους τοῦ κράτους καὶ γιὰ τὴ διοίκηση καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή.
Ὁ ξενοφερμένος βασιλιᾶς μὲ ὀργανωτὲς χοντροὺς Βαυαρέζους ἀντέγραψαν νόμους φράγκικους καὶ συντάγματα ἰσωπεδωτικά […] ὁ γερμανομαθημένος ἀρχιτέκτονας μετάφερνε μαζί του ἀπὸ τὴ Γερμανία δείγματα σπιτιῶν, ὁ γαλλομαθημένος ράφτης μόδες, ὁ φραγκοπασαλειμμένος νομικὸς νόμους καὶ ὁ διαβασμένος ποιητὴς στίχους ρωμαντικούς.
Καὶ ὅ,τι ἔφτανε ἴσα ἀπὸ τὴν Εὐρώπη ἐφάνταζε καὶ λαμποκοποῦσε, ὅ,τι ἐντόπιο ἦταν περιφρονημένο. Στὴν Εὐρώπη φώλιασε ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ ἐπιστήμη, ἐκεῖ λοιπὸν φυτρώνει καὶ κάθε τελειότητα. Ὅποιος δὲν πῆγε στὸ Παρίσι δὲν εἶναι ἄνθρωπος.
Ὁ νομοθέτης φραγκοφερμένος καὶ αὐτὸς ἢ τουλάχιστο φραγκομαθημένος ἐτσάκισε μὲ νόμους τὰ φυσικὰ τοῦ Ρωμηοῦ, τὴν κοινοτικὴ ζωή, ἀντὶ νὰ τὴ μελετήσει καὶ νὰ τὴν καλλιτερέψει, καὶ ἀπάνω της νὰ θεμελιώσει τὸν κρατικὸ μηχανισμό, τὴν κατασύντριψε, γιατί στὴ Βαυαρία δὲν ὑπάρχουν κοινότητες.
Τὸ μόνο ποὺ θέλησαν νὰ κρατήσουν ἑλληνικό, καὶ αὐτὸ ὅμως ὄχι νεοελληνικό, ἦταν οἱ τύποι, ἡ φάτσα, ἡ ἐξωτερικὴ μορφή, καὶ βάφτισαν μὲ ἀρχαιόπρεπα ὀνόματα τοὺς θεσμοὺς καὶ τὶς διάφορες θέσεις καὶ ἀξιώματα. Φτάνει νὰ λέγονταν κάτι “δῆμος” καὶ ἦταν ἀμέσως ἑλληνικό, “σύνταγμα” καὶ ἦταν καλό, “βουλευτής” καὶ ἦταν γνήσιο.
Ἔτσι καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ πρωτητερινὰ χρόνια ἄρχισαν καὶ τοὺς βάφτιζαν Περικλῆδες, Θεμιστοκλῆδες, Σωκράτηδες, Δημοσθένηδες, νομίζοντας πὼς θὰ τοὺς ἔφτειαναν ἔτσι γνήσιους ἀπόγονους τῶν ἀρχαίων ποὺ τοὺς σπούδαζαν ὡστόσο στὴν Εὐρώπη γιὰ νὰ τοὺς τελειοποιήσουν. Καὶ ἀρμένιζε ἡ Ἑλλάδα ὅλη κατάισα κατὰ κάποιον ἀρχαιόμορφο καὶ ξενότροπο μαϊμουδισμό, ποὺ ἔκαμε τὸ ἑλληνικὸ μυαλὸ νὰ παραδέρνει σὲ μία λιμνοθάλασσα ἀπὸ ἰδέες παλιὲς καὶ νέες».