(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
[Γράφει ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης στα Aπομνημονεύματά του]:
Εκεί-οπού ᾿φκειανα τις θέσες εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς [Φιλέλληνας Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ] να με ιδή.
Μου λέγει:
– Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσες [στρατιωτικές οχυρωματικές θέσεις] είναι αδύνατες τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραΐμη [Ιμπραήμ] αυτού;
– Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσες κ᾿ εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσες τις αδύνατες. Κι᾿ αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ᾿ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους.
Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε τρώνε από ᾿μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι᾿ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.
– Τρε-μπιέν [πολύ καλά], λέγει κι᾿ αναχώρησε ο ναύαρχος.
[…]
Η εξέλιξη της μάχης
Τότε κάμαμεν νέον σκέδιον να ριχτούμεν των Τούρκων, ο Λιακόπουλος με τους ανθρώπους του να πάγη τ᾿ αριστερόν μέρος του περιβολιού, ο Γκίκας να πάγη το δεξιόν από τον μυλάκον [πιθανόν μικρός μύλος], εγώ να πάγω την μέση το περιβόλι -να κινηθούμεν και οι τρεις κολώνες μαζί να χτυπήσουμεν τους Τούρκους, ότι συνάχτηκαν όλοι εις το περιβόλι να μας ριχτούνε και να τους ριχτούμεν εμείς πρωτύτερα.
Μέρασα τα φουσέκια και κινηθήκαμεν και οι τρεις κολώνες συνχρόνως. Εκεί-οπού ᾿χα ριχτή εγώ ομπρός με τους ανθρώπους μου, και οι άλλοι, οι δυο κολώνες, προχώρεσαν, κάποιοι Τούρκοι, οπού μου ᾿χε στείλη ο Μπραΐμης εις το Νιόκαστρον και μιλούσαμεν, με γνώριζαν και ήταν και μ᾿ άλλους Τούρκους εις την κούλια [οχυρωματικό μέρος] του περιβολιού, έρριξαν και με πλήγωσαν εις το δεξί χέρι.
Ήταν από μουσκέτο [εμπροσθογεμές μακρύ πυροβόλο όπλο] και το μολύβι [σφαίρα] μεγάλο και μο᾿ ᾿φαγε όλα τα κόκκαλα. Μο᾿ ᾿πεσε το σπαθί από το χέρι -ήμουν κι᾿ αναμμένος οπού ᾿τρεχα εις τα πόστα και τους έδινα πολεμοφόδια. Δεν βαστιέταν το αίμα τύλιξα το χέρι εις το πουκάμισο να μην το ιδούνε οι άνθρωποι.
Όμως τσακίστηκαν οι Τούρκοι πάλε όξω-από την κούλια, αφού τους χτυπήσαμεν κ᾿ οι τρεις κολώνες και οι Κρητικοί και τα μίστικα [πιθανόν επί πληρωμή]. Τότε πέρασε και η ώρα, έπαψε ο πόλεμος.
Τελειώνοντας ο πόλεμος, ήρθαν καμμιά εξηνταργιά ταχτικοί [μόνιμοι στρατιώτες] από τ᾿ Ανάπλι με τον λοχαγόν Κάρπον. Βάρεσαν κ᾿ εκείνοι τα ταμπούρλα να ρίξαν και μίαν μπαταργιά εις τον αγέρα.
Αφού ο πόλεμος τελείωσε, με πήραν και με πήγαν εις την φεργάδα [φρεγάδα] την Γαλλική -έστειλε φελούκα ο ναύαρχος κι᾿ αξιωματικούς. Άμα πλησιάσαμεν εις την φεργάδα, έβαλε την μουσική και βαρούσε [απόδοση στρατιωτικών τιμών].
Γύρευαν να με κρατήσουν μέσα-εις την φεργάδα δια-να με γιατρέψουν. Εγώ δεν θέλησα. Μο᾿ ᾿δεσαν οι γιατροί της φεργάδας το χέρι και με συντρόφεψαν αυτείνοι και πεντέξι αξιωματικοί ᾿σ τ᾿ Ανάπλι σουρουπώνοντας καλά, και με δέχτηκαν οι κάτοικοι του Αναπλιού και η Κυβέρνηση.
Αφού είδε αυτόν τον πόλεμον ο ναύαρχος Ντερνύς έκαμε έκθεσιν και την έβαλε εις τις εφημερίδες τις Γαλλικές.
Απόσπασμα από το έργο «Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα». Μεταγραφή από το πρωτότυπο Γιάννης Βλαχογιάννης, επεξεργασμένη από τον καθηγητή Γιάννη Καζάζη.