Να πέθαινα ανεβαίνoντας ψηλά στο γυναικωνίτη της Αγιάς Σοφιάς

Χτές καθούμενος μπροστά στήν Ἁγιά Σοφιά καί περιμένοντας νά μ’ ἀφήσῃ νά μπῶ μέσα ὁ Ὑπουργὸς τῆς Ἀστυνομίας πού πῆγε νά τόν εὕρῃ ὁ καβάσης συλλογίσθηκα καί ἔγραψα στό σημειωματάρι μου· «Ἡ ἱστορία τῆς φυλῆς μου, πού εἶνε μἐσα μου, δὲν μπορεῖ νά καταχτήσῃ ὅλη μου τὴν ψυχή. Πάντα μοῦ μένει κάποια διάθεση καί γιά ἄλλα. Δέ μοῦ φτάνει ἡ ἱστορία μου· δὲν μπορεῖ νά μέ γεμίσῃ ὅλον.»

Ἔπειτα ἦρθε ἕνας ἀστυνόμος Τοῦρκος καί μᾶς παρακολούθησε καί μπήκαμε μέ τήν ἄδειά του ̶ μεῖς πού, τετρακόσια χρόνια πρίν, μπαίναμε ὅποταν καί ὅπως θέλαµε ̶ µπήκαμε στήν Ἁγιά Σοφιά, γιά προσκύνημα. Δέν ἤµουν πολύ πλούσιος χτές, ὅμως ἦταν ἀρκετά μαλακή ἡ διάθεσή μου ἄν καί ὄχι ταραγμένη. Αἰσθάνουμουν πώς ἦταν fatalement [=αναπόφευκτα] δική μας ἡ Ἁγια Σοφιά, ἔχει μπῆ στό αἶμα μας, γενεές τώρα.

Ὁ χότζας μέ εἶδε πού εἶχα τὰ χέρια μου πίσω καί εἶπε τοῦ καβάση νά μέ πῇ πώς δὲν ἔχω ἀρκετὁ σέβας γιά τό τζαμί. Ἕνας νέος πού ἦταν μαζύ μας δέ βάσταξε καί εἶπε·«Μεῖς πού ἦταν δική μας ἡ Ἁγιά Σοφιά δέν ἔχουμε σέβας γι’ αὐτήν;». Κύτταζα τόν τροῦλλο, κύτταζα τίς καμάρες, τίς κολόνες, τό φῶς, τίς γραμμές. Ἀνέβηκα στό γυναικωνίτη.

Ἀνεβαίνοντας πλάγι στόν ἀστυνόμο εἶχα τὸ κεφάλι κατεβασμένο καί ἔλεγα μέσα μου καθώς περπατοῦσα· «Εἶνε πέντ’ ἕξη αὐτοί πού μᾶς ἀκολουθοῦν, χοτζάδες καί ἀστυνόμοι καί ὁ καβάσης μαζύ πού εἶνε κι αὐτός Μωαμεθανός. Εἴμαστε τέσσερεις. Ἄv σ’ αὐτό τό στενὸ καί σκοτεινόν ἀνήφορο θελήσουν νά μᾶς πνίξουν, ἀφοῦ μάλιστα-ἔκλεισαν καί τίς πόρτες πίσω καί ἀφοῦ εἶνε κάτω κι ἄλλοι χοτζάδες μέσα στό τζαμί πού μποροῦν νά βοηθήσουν —ἄν θελήσουν νά μᾶς πνίξουν θά µπορέσουν.

Εὔχομαι ἕνας μας νά ξεφύγῃ καί, πεθαίνοντας, θά τοῦ λέγω πώς δὲν ἀπαιτῶ ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση να ζητήσῃ ἱκανοποίηση ἤ ἀποζημίωση γιά τόν τραγικό θάνατό μου, ἀλλά μόνο να μποῦν παπάδες μές στήν Ἁγιά Σοφιά καί με τούς ψαλμούς τους νὰ μὲ βγάλουν νά μέ θάψουν. Καί εἶχα λαχτάρα νά πέθαινα ἐκεῖ πού βρισκόμουν, ἀνεβαίνωντας ψηλά στό γυναικωνίτη τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς. Τί εἶνε ὁ θάνατος; Μιά στιγµή ἀγωνία ἴσως καί στενοχώρια. Mά ἔπειτα τί γλυκειά πού θά εἶνε ἡ ἡσυχία! Ἐγώ θά ξεχάσω ὅλα. Καί γιά τούς ἀνθρώπους θά εἶμαι περασμένος· θά μέ κρίνουν ὅπως κρίνουν ἐκείνους πού δὲν ξανάρχονται. Θά ἦταν εὐτυχία νά πέθαινα ἔτσι στην Ἁγιά Σοφιά, τέτοια κούραση μέ βαστᾷ.»

Καί ὕστερα, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τίς καμάρες τοῦ γυναικωνίτη, κρύφτηκε σέ µιά γωνιά ὁ σύντροφός μου καί ἔκανε τὸ σταυρό του. Καί γώ τόν ἔκαμα. Καί, ἐπειδή φοβούνταν ὁ σύντροφός μου μήν τόν ἰδῇ κανείς ἀπό τούς Τούρκους, τοῦ εἶπα «Κανείς δέ σέ βλέπει, μόν’ κάνε το σταυρό σου». Καί τὸν ἔκαμε τρεῖς τέσσερεις φορές στήν ἀράδα, σά νά ἤθελε νὰ ξεσκάσῃ. Καί ὕστερα ἔνοιωθε τὸν ἑαυτό του εὐχαριστημένο.

– Μεταγραφή από το πρωτότυπο χειρόγραφo & επιμέλεια: Νώντας Τσίγκας.

πηγή