Ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ συγκλονιστικὲς ἐξομολογήσεις ποὺ ἄκουσα στὴ διάρκεια τῆς ἰατρικῆς μου προσφορᾶς. Παρ’ ὅλο ποὺ πέρασαν ἀπὸ τότε ἀρκετὰ χρόνια, θαρρῶ πὼς ἀκόμη ἀκούω τὴ φωνὴ τῆς κυρίας Σοφίας Κ. νὰ μοῦ διηγεῖται τὸ πῶς σώθηκε ἀπὸ τὸν ἀφανισμὸ τὸ πέμπτο (5ο) τῆς παιδί:
«Εἶχα τέσσερα παιδιά, γιατρέ, καὶ τὰ οἰκονομικά μας ἤσαν ἄθλια. Ἡ πίστη μου στὸ Θεὸ δὲν ἔφτασε, γιὰ νὰ μὲ κάνει νὰ κλείσω τ’ αὐτιά μου στὶς ὑποδείξεις προθύμων “συμβούλων” καὶ ἀποφάσισα νὰ πάω στὸ γυναικολόγο μου γιὰ τὰ “περαιτέρω”. Μὰ τὸ ἴδιο βράδυ, προτοῦ μὲ πάρει καλὰ – καλὰ ὁ ὕπνος εἶδα μία σοβαρὴ ἀνθρώπινη μορφὴ νὰ μὲ πλησιάζει, νὰ μὲ πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ μὲ ὁδηγεῖ σ’ ἕνα τοπίο μαγευτικό. Θαύμαζα τὶς ὀμορφιὲς καὶ ἀπολάμβανα τὶς εὐωδίες τοῦ τοπίου αὐτοῦ, ὅταν ξαφνικὰ ἀντιλήφθηκα μία ἀστραπιαῖα σκηνή, ποὺ μ’ ἔκανε νὰ νοιώσω φρίκη: Δεκάδες, ἑκατοντάδες παιδιὰ μὲ τὸ κεφάλι νὰ κρέμεται κομμένο ἀπὸ τὸ λαιμό, κείτονταν στὸ πράσινο γρασίδι. Κι εἶχαν στὴ χλωμή τους ὄψη κάτι σὰν παράπονο καὶ κάτι σὰν κλάμα. Ἀπορημένη γύρισα στὸ συνοδό μου καὶ ρώτησα:
-Ποιὰ εἶναι τὰ δυστυχισμένα αὐτὰ πλάσματα, ποῦ μὲ τὴν ἐμφάνισή τους ἀσχημίζουν τὸν παραδεισένιο αὐτὸ τόπο;
—Είναι αὐτὰ ποὺ θὰ συντροφέψουν καὶ τὸ δικό σου παιδί, ἂν ἡ μοίρα τοῦ εἶναι ἴδια μὲ τὴ δική τους. Εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ δὲν γεννήθηκαν ποτέ!
Γύρισα τὸ βλέμμα μου στὴν ἀντίθετη μεριὰ πανικοβλημένη καὶ βλέπω ἕνα κοριτσάκι σὲ νηπιακὴ ἡλικία, ὄμορφο, χαρούμενο γελαστό.
-Ποιὸ εἶναι τὸ κοριτσάκι αὐτό, ποῦ ἡ παρουσία τοῦ δένεται τόσο γλυκὰ μὲ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ τοπίου;
-Εἶναι τὸ δικό σου τὸ κοριτσάκι. Εἶναι τὸ παιδὶ ποὺ ἑτοιμάζεσαι νὰ θυσιάσεις στὸ βωμὸ τῆς δικῆς σου εὐκολίας καὶ ξεγνοιασιᾶς, ὁδηγώντας τὸ σὲ… θάνατο φρικτό!…
Ἡ ὄψη τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ ἔμεινε ἀνεξίτηλα τυπωμένη στὸ μυαλό μου. Κι ὅταν γεννήθηκε ἡ θυγατέρα μου κι ὅσο μεγάλωνε τὸ κοριτσάκι μου, ποὺ μὲ τέτοιο θαυμαστὸ τρόπο σώθηκε, ἔβλεπα πὼς δὲν διέφερε σὲ τίποτε, μὰ σὲ τίποτε ἀπὸ τὸ κορίτσι ποὺ εἶδα τὸ βράδυ ἐκεῖνο, σὰν ὄνειρο καὶ σὰν ὅραμα, πὲς καλύτερα σὰν θαῦμα…»!