Τα δάχτυλά της γύριζαν αργά κάθε κόμπο, με έναν ρυθμό ήρεμο. Εκεί, σε ένα μπαρ με την μουσική των ’80s να αντηχεί γύρω μας, άκουσα για πρώτη φορά για τον Χριστό!
Μπήκα στο μπαρ, το φως χαμηλό, σαν αναμμένο κερί που φωτίζει σκιές και πρόσωπα. Η ατμόσφαιρα πλημμύριζε από τη μουσική, ένα ιταλικό τραγούδι των ’80s, το “Ti sento” των Matia Bazar, έπαιζε γλυκά στο βάθος, σαν να σε καλούσε σε ένα ονειρικό ταξίδι. Κάθε νότα ανέβαινε απαλά στον αέρα, σχεδόν σαν ψίθυρος, σαν ένας παλιός γνώριμος που σου κρατούσε συντροφιά καθώς έμπαινες σε έναν κόσμο μακριά από τη ρουτίνα.
Ανάμεσα στους θαμώνες, τα μάτια μου την πρόσεξαν. Μια γυναίκα καθόταν μόνη της δίπλα στο παράθυρο, αδιάφορη για τη βουή του κόσμου γύρω της. Το φως απ’ έξω φώτιζε διακριτικά το πρόσωπό της, προσδίδοντας της μια αέρινη ομορφιά, σαν να βρισκόταν σε άλλο χρόνο. Στα χέρια της, με προσοχή, κρατούσε ένα μικρό κομποσκοίνι. Τα δάχτυλά της γύριζαν αργά κάθε κόμπο, με έναν ρυθμό ήρεμο, σχεδόν μυστικιστικό. Το βλέμμα της δεν κοιτούσε μέσα στο μπαρ· ήταν στραμμένο έξω, σαν να έψαχνε κάτι μακρινό, ή ίσως κάποιον.
Η μουσική συνέχιζε να κυλά, αλλά εγώ δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από εκείνη. Ήταν σαν κάτι στο βάθος της ύπαρξής της να με καλούσε να την πλησιάσω. Πήρα το θάρρος, πλησίασα το τραπέζι της. «Συγγνώμη που σας ενοχλώ…», είπα με σχεδόν τρεμάμενη φωνή.
Εκείνη γύρισε και με κοίταξε ήρεμα, με ένα βλέμμα γεμάτο καλοσύνη, αλλά και απόσταση ταυτόχρονα. «Προτιμώ να μείνω με τη συντροφιά μου», είπε ευγενικά, χωρίς ίχνος κακίας.
Κοίταξα γύρω, παραξενεμένος. Ήταν μόνη της. «Μα, ποια είναι η συντροφιά σας;» τη ρώτησα.
Με ένα απαλό χαμόγελο που φωτίστηκε για λίγο στα χείλη της, απάντησε: «Η συντροφιά μου είναι ο Χριστός». Το κομποσκοίνι στα χέρια της συνέχιζε τον αθόρυβο χορό του.
Ένιωσα μια παράξενη ηρεμία, αλλά και μια ανείπωτη περιέργεια να μάθω περισσότερα. «Θα μπορούσα κι εγώ να γίνω μέρος της συντροφιάς σας;», τη ρώτησα δειλά. «Θα μπορούσατε να μου μιλήσετε γι’ Αυτόν;»
Εκείνη δεν είπε αμέσως κάτι. Κοίταξε για λίγο ξανά έξω από το παράθυρο, σαν να συνέλεγε σκέψεις, και μετά, με μια βαθιά αναπνοή μου έδειξε την κενή καρέκλα απέναντί της. Λίγο μετά μου μίλησε για την Ευχή του Χριστού. «‘Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με’. Αυτή είναι η προσευχή που λέω με το κομποσκοίνι. Είναι μια προσευχή καρδιάς, μια συνεχής συνομιλία με Εκείνον».
Καθόμουν απέναντί της, η μουσική από τα ηχεία συνέχιζε το ταξίδι της, αλλά εγώ δεν την άκουγα πια. Όλη η προσοχή μου ήταν στα λόγια της. Εκεί, σε ένα μπαρ με την μουσική των ’80s να αντηχεί γύρω μας, άκουσα για πρώτη φορά για την Ευχή του Χριστού και κατάλαβα ότι αυτό το βράδυ δεν ήταν τυχαίο. Ήταν η αρχή για κάτι νέο, κάτι βαθύ και αληθινό.
Κι έτσι, το ταξίδι μου ξεκίνησε, ανάμεσα σε μουσική και προσευχή, σε φώτα και σκιές, σε έναν δρόμο που δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα βαδίσω.
Ρωμιοί της Πόλης