Διηγείται ο Άγιος Λουκάς…
“Στο μέσον του καλοκαιριού -δεν ξέρω με ποιο τρόπο- ο Θεός με ειδοποίησε ότι η εξορία μου έφθασε στο τέλος της. Περίμενα με ανυπομονησία την πραγματοποίηση αυτής της υπόσχεσης, αλλά οι εβδομάδες περνούσαν χωρίς να φαίνεται κάποια αλλαγή.
Έπεσα σε ακηδία.
Μια μέρα, μέσα στο ιερό βήμα του χειμερινού ναού, προσευχόμουν με δάκρυα μπροστά στην εικόνα του Χριστού. Χωρίς αμφιβολία υπήρχε μέσα σ’ αυτή την προσευχή κάποιος γογγυσμός ενάντια στον Κύριο Ιησού, επειδή η υπόσχεση απελευθέρωσής μου αργούσε να εκπληρωθεί. Ξαφνικά, είδα τον Χριστό στην εικόνα, να αποστρέφει το πρόσωπό Του από μένα.
Τρομαγμένος, απελπισμένος, δεν τολμούσα πλέον να κοιτάξω την εικόνα. Σα βρεγμένη γάτα βγήκα από το άγιο βήμα και μπήκα στον θερινό ναό, όπου είδα πάνω στο αναλόγιο τον Απόστολο. Τον άνοιξα μηχανικά και άρχισα να διαβάζω το πρώτο εδάφιο που έπεσε στα μάτια μου. Δυστυχώς, πλέον, δε θυμάμαι το κείμενο, αλλά είχε θαυμάσιο αποτέλεσμα. Βρήκα μέσα εκεί ανακατεμένα το θράσος μου να γογγύσω κατά του Θεού, και την έλλειψη κατανόησής μου. Έλαβα επίσης τη διαβεβαίωση της υπόσχεσης ότι θα απελευθερωθώ, που ανυπόμονα περίμενα.
Επέστρεψα στο θυσιαστήριο του χειμερινού ναού και είδα με χαρά ότι ο Χριστός με κοιτούσε πάλι με τα χαροπάροχα φωτεινά του μάτια.
Δεν ήταν θαύμα;”
(Απόσπασμα από το βιβλίο: “Ταξιδεύοντας μέσα στον Πόνο” – Άγιος Λουκάς Συμφερουπόλεως)