Μία συγκλονιστική ιστορία που ο μακαριστός Αρχ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος αφηγείται για να μας δείξει πως ακόμα και στη διπλανή μας πόρτα μπορεί να βρίσκεται ένας άγιος…
για αυτό ποτέ μα ποτέ δεν θα πρέπει να κρίνουμε τους ανθρώπους από την εμφάνιση, την οικονομική τους κατάσταση, και το μορφωτικό τους επίπεδο, αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την πνευματική κατάσταση και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος που ενδεχομένως να έχουν.
Αυτή τη στιγμή μου έρχεται το παράδειγμα μιας πολύ απλής γυναίκας του λαού που είχα συναντήσει κάποτε στο εξομολογητήριο πριν από πολλά χρόνια.
Δεν τη γνώριζα, ούτε τη γνωρίζω. Ούτε κι αν τη δω στο δρόμο θα τη θυμηθώ. Θα πλησίαζε τα εβδομήντα. Ίσως, να την έχει καλέσει ο Θεός τώρα.
Αφού εξομολογήθηκε, δε θυμάμαι πώς ήρθε το θέμα, τη ρώτησα εάν εργάζεται.
—Όχι, πάτερ μου, σταμάτησα. Δε μπορώ άλλο πια να εργάζομαι.
—Και πώς ζεις; Έχεις κάποια σύνταξη;
—Όχι, ούτε σύνταξη έχω.
Με κοίταξε κάπως καχύποπτα, αγράμματη η καημένη, και μου λέει:
—Πνευματικός είσαι, θα στο πω· αλλά, δε θα το πεις πουθενά! Η ενορία μας έκτισε έναν νέο ναό. Μεγάλο κι ωραίο. Έγιναν πάρα πολλά έργα μέσα σ’ αυτόν κι είχε μείνει μοναχά το τέμπλο. Οι ιερείς είπαν, και μια και δυο και τρεις φορές, ότι τώρα θ’ αρχίσουμε τον έρανο για να φτιάξουμε το τέμπλο ξυλόγλυπτο. Εγώ, από μικρή κοπέλα, όλη μου τη ζωή, εργαζόμουνα «υπηρέτρα»· και, με τα χρήματα που έπαιρνα, έφτιαξα ένα σπίτι. Έμενα σ’ ένα δωματιάκι και τα υπόλοιπα τα νοίκιαζα κι έτσι ζούσα.
Πάω, βρίσκω τον προϊστάμενο του ναού, και του λέω:
—Πάτερ μου, πόσο θέλει για να γίνει το τέμπλο;
Μου λέει:
—Ενάμισι εκατομμύριο δραχμές (λεφτά της εποχής εκείνης, βέβαια).
—Πάτερ μου, άκουσε, του λέω. Έχω ένα σπίτι. Τα πιάνει αυτά τα χρήματα. Αλλά, αναλαμβάνει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο να μου δίνει ενάμισι χιλιάρικο το μήνα που παίρνω από τα ενοίκια για να ζω, όσο ζω;
—Το αναλαμβάνει και με το παραπάνω και περισσότερα.
—Αλλ’ άκουσε: Δε θα το ξέρει κανείς! Μόνο εγώ κι εσύ!
—Δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, διότι, για να το αποφασίσει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, αναγκαστικά θα πρέπει να το μάθει πρώτα. Πώς θα πάρει μια τέτοια απόφαση; Επομένως, δε μπορώ να το κρατήσω τελείως μυστικό.
—Καλά. Θα πάρεις όμως τους Εκκλησιαστικούς Συμβούλους, έναν-έναν, μπροστά στην Εικόνα του Χριστού, να σου υποσχεθούν ότι δε θα το πουν σε κανέναν. Να μη το μάθει κανείς στην ενορία!
—Εντάξει, αυτό στο υπόσχομαι!…
Πράγματι, πουλήθηκε το σπιτάκι κι έγινε το τέμπλο. Κι εγώ ζω μ’ αυτά που μου δίνει το Συμβούλιο. Μού ’παν μερικοί απ’ το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο: «Εε, καημένη! Τό ’φτιαξες που τό ’φτιαξες, δεν αφήνεις να βάλουμε και τ’ όνομά σου τώρα;».
«Όχι, όχι!», τους λέω, «γιατί θα χάσω τον “μιστό” (!) μου, άμα θα κάνετε τέτοιο πράγμα!».
Τώρα πάω στην εκκλησία, βλέπω το τέμπλο και κλαίω απ’ τη χαρά μου και λέω:
«Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, διότι αξίωσες εμένα, μια φτωχή γυναίκα, μια “υπηρέτρα”, που δεν αξίζω τίποτε, ένα σκουπίδι, να κάνω ένα τέτοιο ωραίο πράγμα στον ναό Σου! Κύριέ μου, εγώ τους κόπους μου τους έδωσα να φτιάξω ένα έργο στον ναό Σου. Δεν έχω τίποτε άλλο!…». Και το βλέπω κι αναγαλλιάζεται η ψυχή μου!…
Τόσο πολύ με συγκλόνισε το παράδειγμα αυτής της γυναίκας, που είπα:
«Εν ημέρα Κρίσεως, άραγε, πόσους από εμάς τους κληρικούς θα κρίνει η γριούλα αυτή;! Που, πολλές φορές, εμείς βάζουμε φαρδύ-πλατύ τ’ όνομά μας και γράφουμε: “το τέμπλο (ή ο ναός) εγένετο επί τάδε, επί τάδε και επί τάδε” κι από κάτω αρχίζουν οι λίστες των υπόλοιπων δωρητών. Κολακευόμαστε να γίνεται γνωστό ότι δώσαμε αυτό ή εκείνο ή το άλλο. Επαναλαμβάνω· μερικές τέτοιες ψυχούλες, τέτοιες καθαρές ψυχές, “τις οποίες δεν ήταν καν άξιος ο κόσμος να τις έχει” (πρβλ. Εβρ. 11, 38), θα μας κρίνουν την ημέρα της Κρίσεως!…».
ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ – (1930—1989)
Πηγή: Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου: «Χριστώ τω Θεώ παραθόμεθα», κεφ. 3ο, σελ. 92—94.