Σήμερα λοιπόν πού γιορτάζουμε τον Άγιο Δημήτριο θα παραθέσω μία άγνωστη περιγραφή, απ΄ αυτές πού σήμερα ίσως και να σπανίζουν

«….Μετά δύο ημέρας φθάσαμε εις Θεσσαλονίκην, η οποία τότε κατείχετο ύπό των Τούρκων και, επειδή εγώ άπό μικρός είχον ευλάβειαν είς τον Άγιο Δημήτριο, παρεκάλουν τον φίλον μου Νικόλαον να εξέλθωμεν του ατμόπλοιου, διά να προσκυνήσωμεν τον τάφον του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου.

Εξελθόν­τες μετέβημεν και προσκυνήσαμε μετά κατανύξεως τον Τάφον του Αγίου και, επιστρέψαντες εις τι ξενοδοχείον Ελληνικόν, εμείναμεν ολόκληρον την ημέραν και το εσπέρας.
Την επομένην ητοιμάσθημεν ν’ άναχωρήσωμεν δι’ Άγιο “Ορος και μεταβάντες εις το Τελωνείον, δεν μας επέτρεψαν ν’ άναχωρήσωμεν.
Δεν θά φύγετε, μας είπον, διότι είσθε κατάσκοποι !

Τους είπομεν ότι τοιούτον τι δεν συμβαίνει και, έφ’ όσον τά διαβατήρια μας είναι επικυρωμένα άπό το Τουρκικόν Προξενείον και την Πρεσβείαν, οφείλουν να μας επιτρέψουν ν’ άναχωρήσωμεν, άλλ’ ούδεμίαν σημασίαν έδωκαν εις τους λόγους μας•
Δεν μας έφυλάκισαν, άλλα μας είχον υπό επιτήρησιν αύστηράν, και εις το ξενοδοχείον πού εμέναμεν εφύλαττον στρατιώται, και όταν εξηρχόμεθα μας παρηκολούθουν πάντοτε στρατιώται.

Έμείναμεν ούτω άρκετάς ημέρας. Τα χρήματα όλιγόστεψαν και ήρχίσαμεν να στενοχωρούμεθα. Μίαν ήμέραν λέγω εις τον φίλον μου Νικόλαον.
— Θά υπάγω εις το κονάκι να παρουσιασθώ εις τον Πασά, ίσως μας έπιτρέψη εκείνος ν’ άναχωρήσωμεν.

Την έπομένην εγερθείς λίαν πρωΐ μετέβην πρώτον είς τον Τάφον του Άγίου Δημητρίου και προσκυνήσας παρεκάλουν μετά κατανύξεως και δακρύων τον “Αγιον να μεσιτεύση προς τον Κύριον να άφεθώμεν ελεύθεροι και ύπάγωμεν εις το “Αγιον “Ορος.

Άφοϋ προσηυχήθην ίκανην ώραν και έκάθησα ολίγον να αναπαυθώ, μοι ήλθεν εις τον λογισμόν μου το μαρτύριον του ‘Αγίου Δημητρίου• πώς έλογχεύθη και απέθανε δια την άγάπην του Χριστού και την πίστιν μας την άγίαν, και πώς έδοξάσθη παρά Θεού και εν γη και εν ούρανώ και θά δοξάζεται είς τους αιώ­νας των αιώνων.
Αυτά συλλογιζόμενος μού ήλθεν επιθυμία, να ήτο τρόπος, να άπέθνησκον και εγώ διά την Όρθόδοξον Πίστιν και την άγάπην του Χριστού.
Παρεκάλουν λοιπόν τον “Αγιον Δημήτριον όχι να μεσιτεύση να άφεθώμεν ελεύθεροι, άλλα να μεσιτεύει να αξιωθώ μαρ­τυρικού τέλους. Εύρον δε και τον τρόπον προς έπιτυχίαν τού ποθού­μενου.
Είπον καθ’ εαυτόν, θά υπάγω εις το κονάκι (Διοικητήριον), θά παρουσιασθώ εις τους Τούρκους με θάρρος, θά τους δώσω άφορμήν τίνα και αυτοί θά μού ειπούν τι διά τήν πίστιν μου.

Θά μαρ­τυρήσω την δική τους πλάνη, αυτοί ίσως μού ειπούν ν’ αρνηθώ τήν πίστιν μου και εγώ θά σταθώ γενναίος.
Θά προτιμήσω τον θάνατον και ούτως θά τύχω μαρτυρικού τέλους.
Ευθύς λοιπόν ανήλθον μετά θάρρους εις το κονάκι και περπατούσα είς ενα διάδρομον.
Κάποιος Τούρκος αξιωματικός με είδε και με ήρώτησε τί ζητώ. Τού λέγω,
—Θέλω τον Πασά.
— Και τί τον θέλεις;
—”Εχω λόγον να του πώ, απήντησα. Μού λέγει,
— Εγώ είμαι αντιπρόσωπος του Πασά, είπε μοι ελευθέρως τί θέλεις; Του λέγω-
– Αφού είσαι αντιπρόσωπος του Πασά, πές μου, δια ποίον λόγον δεν μάς αφήνετε να υπάγωμεν εις το “Αγ. “Ορος;
Μού απήντησε με αύστηρόν τρόπον,
— Δεν θα σου δώσω τον λόγον. Τού λέγω με θάρρος•
–Δεν είσθε καλοί άνθρωποι, είσθε άδικοι. Ένώ δεν πταίσαμε, ένώ δεν είμεθα κακοποιοί άνθρωποι και ένώ τα χαρτιά μας είναι εντάξει, δεν βλέπω τον λόγον, διατί να μάς εμποδίζε­τε και μάς στενοχωρείτε;

Τα χρήματα πού είχαμε μάς σώθηκαν, πώς θα ζήσωμεν εις άγνωστον και ξένον τόπον; Έάν σείς πηγαί­νατε είς την Ελλάδα θα είσθε ευχαριστημένοι να σας εκαμνον ό,τι σεις κάμνετε εις ημάς;
Οί λόγοι ούτοι τον ήρέθισαν και έκίνησεν εις θυμον και ήρχισε να κρούη τον κώδωνα δυνατά.
Ευθύς έσυνάχθησαν 30-35 στρατιώται και αξιωματικοί, οίτινες με ήρπασαν και με έπήγαιναν εις τον Λευκόν Πΰργον.
Τίνα σκοπόν είχον δεν γνωρίζω. Πάντως ίσως διά να με φυλακίσουν, άλλ’ εγώ ποσώς δεν έδειλίασα, δεν έχασα το θάρρος μου, μόνον έλυπούμην πού δεν μοί είπόν τι διά την πίστιν μου.

“Ηλπιζα όμως ότι εκεί πού θα μέ έπήγαινον κάτι θά μου ελεγον.
Και βαδίζοντες προς την όδόν του μαρτυρίου παρεκάλουν τον “Αγιον Δημήτριον να μεσιτεύση προς Κύριον και μέ άξιώση μαρτυρικού θανάτου, εάν είναι θέλημα Του, η εάν δεν είναι να μέ λυτρώσει από τάς χείρας των άθεων, βαρβάρων, αιμοβόρων, και αγρίων Αγαρηνών.
Μόλις έπροχωρήσαμεν ολίγον, να και παρουσιάζεται ένας α­νώτερος των, όστις τους ομίλησε Τούρκικα.
Τί τους είπε δεν ήννόησα• μόνον αντελήφθην ότι τους ομίλησε μέ θυμόν και τους έδιω­ξε. Τον δε άξιωματικόν εκείνον, όστις ήτο ο αίτιος και μέ συνέλαβον, έσήκωσε τήν ράβδον του και τον έκτύπησε εις τον ώμον.

Άφοϋ δε τους έξεδίωξε μέ έπλησίασε μέ ιλαρό βλέμμα και χαϊδευτικά μέ εκτύπησεν είς τον ώμον μέ το χέρι του και μέ παρέδωκεν εις ενα στρατιώτην φρόνιμον έξ Ιωαννίνων.
Και τού έδωκεν έντολήν να μέ ύπάγη εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον «Μυκάλη», το όποιον εύρίσκετο εις τον λιμένα Θεσσαλονίκης, διά να επιστρέψω είς τήν Ελλάδα.
Μή γνωρίζοντας ποιός ήταν αυτός πού έδωσε τις διαταγές ρώτησα τον στρα­τιώτην να μοι πεί, και εκείνος μοι είπεν ότι ήτο ο ίδιος ο Πασάς.

Και διατί έκτυπησε μόνον τον ίδιαίτερόν του και τί του είπε; Τον έπέπληξεν, μοι είπεν, διότι χωρίς να του ζητήση άδειαν σέ κατεδίκασε εις θάνατον.

– Και ποϋ μέ έπήγαιναν του λέγω;

—Είς τον Λευκόν Πύργον, μοι άπεκρίθη. Σέ έπήγαιναν διά να σέ εκτελέσουν. Έκεί πηγαίνουν όσους καταδικάζουν εις θάνατον και άλλους τους οποίους κλείνουν διά ν’ αποθάνουν άπο τήν πείναν, τήν δίψαν και τήν δυσωδίαν.
Έχάρην διότι έλυτρώθην έκ των χειρών των αγρίων εκείνων Αγαρηνών, επειδή ήγνόουν έάν θά μέ έφόνευον διά τήν πίστιν μου, αλλά και έλυπήθην, διότι δεν ετυχον του μαρτυρίου. Πλην όμως το μαρτύριον πρέπει να γίνεται νομίμως, ώς λέγει ο θεοκήρυξ Απόστολος Παύλος «Έάν δε και άθλή τις, ού στεφανονται, εάν μή νομίμως αθλήσει…» (Β’ Τιμ. 2, 6).

Εις εμέ μέν ϋπήρχεν ο ζήλος και ο πόθος διά να μαρτυρήσω, αλλά δεν συνυπήρχε ο λόγος και η αιτία. Διά να μαρτυρήση τις πρέπει να ύπάρχη εύλογος α’τία. Πρέπει να είναι κατά Θεόν το μαρτυριον.

Το να θέλη τις χωρίς λόγον και άφορμήν να προκαλεί είς εαυτόν το μαρτύριον και να ρίπτη μόνος εαυτόν εις πειρασμόν είναι έπικίνδυνον.
Μετέβημεν κατόπιν είς το ξενοδοχείον, και λαβών την βαλίτσαν και τα ολίγα πράγματα μου άπεχαιρέτησα τον άγαπητόν μοι φίλον Νικόλαον…
Τον άπεχαιρέτησα και άνεχώρησα. Με συνοδεία τον καλόν ε­κείνον Τούρκο στρατιώτην έφθασα μέχρι της παραλίας, Καθ’ όδόν με έπαρηγόρει να μη στενοχωρούμαι, αλλά να έχω ύπομονήν, και φωνήσας λεμβοϋχον τίνα Έβραΐον τού είπε να μοι ύπάγη εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον.

Μοι είπεν δε να μη υπάγω άπό το Τελωνείον, διότι ίσως με καθυστερήσουν και αναχώρηση το Ατμόπλοιον και δεν προφθάσω να φύγω. ‘
Αλλά μόλις έπροχωρήσαμε ολίγον μας αντελήφθησαν εκ τού Τελωνείου και ήρχισαν να φωνάζουν να έπιστρέψωμεν. Επειδή όμως ο στρατιώτης είχεν είπει εις τον λεμβούχον ότι ο Πασάς έδωκε διαταγήν να φύγω έπροχώρει.
Βλέποντες οί τού Τελωνείου ότι δεν έπέστρεφεν ούτε έσταμάτα ήρχισαν να ρίπτουν πυροβολισμούς εις τον αέρα•
και έμβάντες 10 στρατιώται εις μίαν λέμβον ηρχισαν να κωπηλατούν σπεύδοντες να μας φθάσουν. Ευτυχώς έπρόφθασα και άνήλθον εις το άτμόπλοιον, όταν αύτοι μας έπλησίασαν.

Άρχισαν να άπειλούν και να κτυποϋν τον λεμβοϋχον. “Οταν όμως τους είπεν ότι είχεν έντολήν άπό τον Πασά, τον Διοικητήν, να με ύπάγη εις το πλοΐον, τον άφήκαν.
Δεν ήτο, ώς φαίνεται, θέλημα Θεούνα υπάγω ε’ις το “Αγιον “Ορος και δια τουτο ήλθον όλα τα εμπόδια.

Όφείλω δε μεγίστην εύγνωμοσύνην εις τον προστάτην μου Μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριον, τή μεσιτεία και πρεσβεία του οποίου έσώθην άπό τον κίνδυνον τού θανάτου.

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΣΑ…

Άλλ’ επειδή δεν κατάλαβα πώς και δια ποίαν αιτίαν ο Πασάς έδειξεν τόσον ενδιαφέρον για μένα για να με σώσει, ερευνούσα αυτό να το μάθω.

Έτσι λοιπόν, έμαθα τι ακριβώς είχε συμβεί μετά δύο περίπου έτη, άπό τον φίλον μου Νικ. Μητρόπουλον, Δικηγόρον, ο όποιος μετέβη και εύρίσκετο είς το “Αγιον “Ορος.
Μεταβάς λοιπόν προς έπίσκεψίν του και προσκύνηση του Άγιωνύμου “Ορους ελαβον πληροφορίας πώς και γιατί ότι ο Πασάς με ελευθέρωσε και με έστειλε είς την Ελλάδα.
«Μετά δύο η τρεις ημέρας, μού λέγει ο δικηγόρος, της αναχωρήσεως σας εκ Θεσσαλονίκης και επιστροφής εις την Ελλάδα, καθήμενος εξω τού καφενείου τού κάτωθεν του ξενοδοχείου, ( εις το οποίο εξ αρχής είχαμε τότε μείνει φρουρούμενοι υπό στρατιωτών Τούρκων, μή τυχόν δραπετεύσουμε λάθρα), με πλησίασε και με χαιρέτησε ο Υπασπι­στής αξιωματικός τού Πασά τής Θεσσαλονίκης, παλαιός γνωστός μου, και με τον όποιον είμεθα μέλη εις την σχηματισθείσαν ΈλληνοΤουρκικήν έπιτροπήν μετά τον άτυχη ΈλληνοΤουρκικόν πόλεμον τού 1897, προς συμφωνίαν και καθορισμόν των συνόρων Ελλάδος και Τουρκίας.

Άφοϋ μείναμεν σύμφωνοι και ύπεγράψαμεν την είρήνην, άπαντα τά μέλη τής Επιτροπής, Έλληνες και Τούρκοι, μετέβημεν χαίροντες εις Κέρκυραν, εις το Άχίλειον, και έορτάσαμεν τήν ειρήνην έπι μίαν εβδομάδα.

Ό υπασπιστής του Πασά, όταν με είδε είς το καφενείον, με έγνώρισε και με ήρώτησε πώς εύρέθην εις την Θεσσαλονίκην.

Εγώ τού ανέφερα όλην την ύπόθεσιν και αμέσως έδιωξε τους στρατιώτας πού με έφύλαττον και φωνήσας άμαξηλάτην με έπηρεν εις τον οί­κον του, με περιεποιήθη και την αλλην ήμέραν έπήγαμεν όμοϋ εις τον Πασάν, εις τον όποιον με συνέστησεν ώς φίλον του και τον παρεκάλεσε να μού έπιτρέψη να μεταβώ εις “Αγιον “Ορος.

Ό Πασάς είπεν εις τον ύπασπιστήν του ότι είμαι ελεύθερος , να με συνοδεύσει μέχρι του Ατμόπλοιου και να μού παρέχει πάσαν προστασίαν και βοηθειαν και προσέθεσεν και ταύτα:

— «Ηταν και κάποιος άλλος νέος ( πού είχε συλληφθεί και ήθελε να πάει στο Άγιο Όρος ), δια τον όποίον πρωΐαν τινά, ενώ έκοιμούμην ήσύχως, εισήλθε εντός τού δωματίου μου ο “Αγιος Δημήτριος ένδεδυμένος στολήν Στρατηλάτου, φέρων μαζί και τα άρματα του, και μοι λέγει προστακτικώς και με βλέμμα αύστηρόν:
—Έγέρθητι πάραυτα, ένδύθητι, και ύπόδεσε τα σανδάλια σου και ΰπαγε εις την δείνα όδόν της πόλεως να ελευθέρωσης νέον τινά δικασθέντα αδίκως και άπαγόμενον εις θάνατον υπό τού ιδιαιτέρου γραμματέως σου.
Άφοϋ δε τον ελευθερώσεις και τον λυτρώσης τού θανάτου, να τον στείλης εις το λιμάνι της Θεσσαλονίκης στο ναυλοχούν Ατμόπλοιον «Μυκάλη», το όποιον ετοιμάζεται προς άναχώρηση…

«Και σπεύσας», είπε ο Πασάς, «τον λύτρωσα εκ τού κινδύνου και τον απέστειλα εις την Ελλάδα».

Και τότε έγνώρισα ότι ο σωτήρ και ρύστης μου εκ της καταδίκης τού θανάτου μου ήτο ο Μεγαλομάρτυς Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης.
Κι΄ έτσι επαλήθευσε και η προφητεία τού Αγίου Νεκταρίου πού μού είχε πεί ότι, όπου και αν υπάγω, εις την Λογγοβάρδαν θα καταλήξω.
Έπληροφορήθην δε εκ τούτου ότι πρέπει πάντοτε να εχουμε τελείαν ύπακοήν εις τον Πνευματι­κόν μας Πατέρα, χωρίς άντιλογίες, και να ποιούμε ουχί το θέλημα το δικό μας, άλλα το θέλημα τού Πνευματικού μας Πατρός μιμούμενος τον Κύριον ημών Ίησούν Χριστόν, “Οστις ήλθεν εις τον κόσμον ούχι να ποιη το θέλημα το Ίδικόν Του, άλλα το θέλημα τού πέμψαντος Αυτόν Πατρός…