ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ

Μέσα στη σεπτή χορεία των δώδεκα μαθητών του Ιησού Χριστού εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος Άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, ο οποίος από άσημος και απλοϊκός ψαράς κατέστη «ἁλιεύς τῶν ἀνθρώπων» και αναδείχθηκε μέγας διδάσκαλος του Ευαγγελίου του Χριστού και φλογερός Απόστολος του Γένους μας.
Ο Άγιος Ανδρέας υπήρξε κατ’ εξοχήν Απόστολος των Ελλήνων, αφού ήρθε στον ελλαδικό χώρο για να κηρύξει τον σωτηριώδη λόγο του Θεού και να ιδρύσει Εκκλησίες. Έτσι μετά από μία καρποφόρα ιεραποστολική περιοδεία, κατέληξε στην Πάτρα, την οποία επορφύρωσε με το τίμιο αίμα του και καθαγίασε με τον ένδοξο σταυρικό του θάνατο για να πρεσβεύει αδιάλειπτα στον Πανάγαθο Θεό για τη σωτηρία και προστασία του πατραϊκού λαού, αλλά και σύμπαντος του Ελληνικού Γένους.
Αξιομνημόνευτη υπήρξε η ιεραποστολική του δράση στη Σινώπη, πόλη της αρχαίας Παφλαγονίας στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, όπου βρήκε πλήθος Ελλήνων και Ιουδαίων, οι οποίοι μεταξύ τους ήταν διαιρεμένοι εξαιτίας των διαφορετικών θρησκειών. Ενδεικτικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι είχαν σε τέτοιο βαθμό «ἀνήμερον τό ἦθος καί τόν τρόπον βάρβαρον», ώστε τους αποκαλούσαν ανθρωποφάγους.
Επισκέφθηκε τη Σινώπη, αλλα μόλις οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν την άφιξη του Αποστόλου Ανδρέου, όρμησαν με βαναυσότητα εναντίον του και αφού τον συνέλαβαν, άρχισαν να σκέπτονται με πιο βασανιστικό τρόπο θα τον θανατώσουν. Τελικά αποφάσισαν να τον δέσουν από τον τράχηλο με σχοινί και να τον σύρουν στις πλατείες και τους δρόμους της πόλεως, όταν δε αποβιώσει, να τεμαχίσουν το σώμα του για να το φάνε.
Ο Ανδρέας υποβλήθηκε στο φρικτό και απάνθρωπο αυτό μαρτύριο, αλλά παρόλο που ήταν εξαντλημένος, δεν πέθανε. Έτσι οι βασανιστές του τον οδήγησαν στη φυλακή με δεμένα τα χέρια του πίσω, ενώ την επόμενη ημέρα τον υπέβαλαν εκ νέου στο ίδιο φρικτό βασανιστήριο. Το βράδυ εξαντλημένο τον οδήγησαν και πάλι στη φυλακή και το πρωί επανέλαβαν το ίδιο βασανιστήριο, ελπίζοντας ότι την άλλη ημέρα δεν θα είναι πλέον ζωντανός, διότι όπως χαρακτηριστικά έλεγαν: «ἠτόνησε καί αἱ σάρκες αὐτοῦ ἐδαπανήθησαν». Αλλά τη νύχτα εμφανίσθηκε ο Κύριος στη φυλακή και αφού άπλωσε το χέρι Του, είπε στον Ανδρέα: «Δός μοι τήν χεῖρά σου καί ἀνάστα ὑγιής». Και αμέσως ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου σηκώθηκε υγιής και ευχαρίστησε τον Κύριο που επιτάχυνε τη βοήθειά Του σ’ αυτόν.
Ταυτόχρονα όμως ξέσπασε κατακλυσμός αλμυρών υδάτων, ο οποίος απείλησε ολόκληρη την πόλη, ενώ πολλοί ήταν αυτοί που έχασαν τη ζωή τους από πνιγμό. Μπροστά σ’ αυτή τη συμφορά οι κάτοικοι της Σινώπης αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στον Απόστολο Ανδρέα και να ζητήσουν τη βοήθεια του Θεού, τον Οποίο πιστεύει και επικαλείται. Τότε ο Ανδρέας τους λυπήθηκε και αφού ζήτησε τη βοήθεια του Κυρίου, ο κατακλυσμός σταμάτησε.
Μ’ αυτόν τον τρόπο απελευθερώθηκε από τη φυλακή και αμέσως βρήκε την ευκαιρία να κηρύξει ελεύθερα και με ένθερμο ιεραποστολικό ζήλο το Ευαγγέλιο του Χριστού στους κατοίκους της Σινώπης. Μάλιστα χειροτόνησε διακόνους και πρεσβυτέρους. .
Μετά από μια ευδόκιμη ιεραποστολική περιοδεία και αφού πέρασε από τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα, έφτασε στην Πελοπόννησο και αφίχθη στην Πάτρα, η οποία την εποχή εκείνη ήταν ειδωλολατρική πόλη. Μάλιστα φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Σωσσίου, ο οποίος κατοικούσε μόνιμα στην Πάτρα, αλλά έπασχε από μία ανίατη και θανατηφόρα ασθένεια. Ο Ανδρέας όμως επικαλούμενος το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού θεράπευσε τον Σωσσία διά επιθέσεως των χειρών του.
Το επιτελεσθέν θαύμα διαδόθηκε ταχύτατα σε ολόκληρη την πόλη και το πληροφορήθηκε και ο ειδωλολάτρης ανθύπατος Λέσβιος, ο οποίος αποφάσισε να τον συλλάβει και να τον θανατώσει. Όμως τη νύχτα και ενώ σχεδίαζε τη σύλληψη και εξόντωσή του, αρρώστησε βαριά και από την ασθένειά του παρέμεινε για πολλές ώρες άφωνος. Όταν συνήλθε λίγο, παρακάλεσε κλαίγοντας τους στρατιώτες του να αναζητήσουν τον Ανδρέα και να τον παρακαλέσουν να τον επισκεφθεί.
Μόλις ήρθε ο Απόστολος του Χριστού, άρχισε ο ανθύπατος κλαίγοντας να τον παρακαλεί να δείξει το έλεός του σ’ έναν άνθρωπο που είναι πλανεμένος και αμαρτωλός. Τότε ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου συγκινημένος βαθύτατα επέθεσε το δεξί του χέρι στο σώμα του Λεσβίου και υψώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, παρακάλεσε τον Ιησού Χριστό να θεραπεύσει τον ασθενή σωματικά και ψυχικά και να τον καταστήσει σκεύος της εκλογής Του και άξιο μαθητή Του. Αμέσως με τη βοήθεια του θεηγόρου Αποστόλου σηκώθηκε ο Λέσβιος εντελώς υγιής.
Το νέο αυτό θαύμα διαδόθηκε αστραπιαία στην Πάτρα και πολλοί ήταν εκείνοι που έφερναν τους ασθενείς τους στον πνευματέμφορο Απόστολο, ο οποίος «ἐπιθείς τάς χεῖρας ἐφ’ ἑκάστῳ αὐτῶν παρευθύ πάντας ἰάσατο». Η πλούσια αυτή θαυματουργική δράση του Πρωτοκλήτου Αποστόλου σε συνδυασμό με το φλογερό του κήρυγμα και την αξιοθαύμαστη εντύπωση που δημιουργούσε με την αγιότητά του, προσέλκυε ολοένα και περισσότερους ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη και έτσι στην Πάτρα είχε δημιουργηθεί μία πολυάριθμη χριστιανική κοινότητα.
Μεταξύ αυτών που ασπάσθηκαν τον χριστιανισμό ήταν και ο πρώην ειδωλολάτρης ανθύπατος Λέσβιος, ο οποιος άρχισε να ακολουθεί τον Απόστολο Ανδρέα στην πλούσια ιεραποστολική του δραστηριότητα στην περιοχή της Αχαΐας και κατέστη πιστός ακόλουθος και ένθερμος συνοδοιπόρος του.
Στο μεταξύ η σύζυγος του νέου ανθυπάτου Αιγεάτου, ονόματι Μαξιμίλλα, αντιμετώπιζε με συμπάθεια τη χριστιανική θρησκεία και πληροφορούμενη την ιεραποστολική δράση του θεηγόρου Αποστόλου στην Πάτρα, θέλησε να τον γνωρίσει από κοντά. Γι’ αυτό και έστειλε στο σπίτι του Σωσσίου, στο οποίο διέμενε ο Ανδρέας, μία έμπιστη συγγενή της, την Ιφιδάμα.
Αλλά η Μαξιμίλλα αρρώστησε βαριά και απελπισμένη από τις ανεπιτυχείς προσπάθειες των ιατρών, ζήτησε να την επισκεφθεί ο Απόστολος Ανδρέας. Μόλις μπήκε ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου στο σπίτι του ανθυπάτου, βρήκε τον Αιγεάτη να κρατά απεγνωσμένος στα χέρια του ένα μαχαίρι, με το οποίο είχε αποφασίσει να θανατώσει τόσο τον εαυτό του όσο και την ετοιμοθάνατη σύζυγό του.
Αλλά ο Απόστολος του Χριστού του είπε με ηρεμία και πραότητα να αφήσει το μαχαίρι και να επικαλεσθεί τη βοήθεια του Θεού, ο Οποίος θα τον σώσει, εάν πιστέψει σ’ Αυτόν. Κατόπιν, αφού επέθεσε το χέρι του πάνω στη Μαξιμίλλα, τη θεράπευσε. Περιχαρής τότε ο ανθύπατος θέλησε να ανταμείψει τον Ανδρέα πλουσιοπάροχα, δίνοντάς του χίλια χρυσά νομίσματα, αφού δεν κατενόησε το μεγαλείο του αληθινού Θεού και θεώρησε τον Απόστολο ως επαγγελματία ιατρό.
Ο Ανδρέας όμως αρνήθηκε μία τέτοια ανταμοιβή, αφού του είπε να κρατήσει τα νομίσματα για τον εαυτό του, διότι ο δικός του μισθός θα έρθει πολύ σύντομα, υπονοώντας τη μεταστροφή της Μαξιμίλλας στη χριστιανική πίστη.
Μετά τη διάσωση της συζύγου του Αιγεάτου ο ειδωλολάτρης ανθύπατος αναχώρησε για τη Ρώμη. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του ήρθε στην Πάτρα ο αδελφός του, ο Στρατοκλής, τον οποίο συνόδευε ο έμπιστος υπηρέτης Αλκμάν.
Οι δύο αυτοί άνδρες γνώρισαν τον Πρωτόκλητο Απόστολο, αλλά ξαφνικά ο Αλκμάν προσβλήθηκε από νευρική ασθένεια. Τότε ο Στρατοκλής καθ’ υπόδειξη της Μαξιμίλλας αναζήτησε τον Ανδρέα, ο οποίος πήγε στο πραιτώριο, όπου διέμενε ο Στρατοκλής. Όταν μπηκε μέσα, βρήκε μάγους και ιατρούς να στέκονται απελπισμένοι πάνω από τον ασθενή χωρίς να μπορούν να προσφέρουν βοήθεια. Τότε ο Ανδρέας προσευχήθηκε ένθερμα στον Θεό να θεραπεύσει τον υπηρέτη Αλκμάν και αφού άπλωσε το χέρι του προς τον ασθενή, τον σήκωσε και έτσι αποκαταστάθηκε η υγεία του.
Το νέο αυτό θαύμα εξαφάνισε κάθε δυσπιστία για τη νέα θρησκεία και αυτό είχε ως αποτέλεσμα αρχικά η Μαξιμίλλα και η συγγενής της, η Ιφιδάμα, και κατόπιν ο Στρατοκλής και ο υπηρέτης του, ο Αλκμάν, αλλά και άλλοι από τη συνοδεία τους να λάβουν το χριστιανικό βάπτισμα και να αρχίσουν να ζουν μέσα στην πνευματική χαρά της χριστιανικής αγάπης και ενότητος.