Εἶναι τρεῖς ἡ ὥρα μετὰ τὰ μεσάνυχτα καὶ σπάνιοι οἱ διαβάτες στὸ δρόμο. Εἶναι οἱ τελευταῖοι ποὺ γυρίζουν ἀπὸ τὴν πρώτη Ἀνάσταση καὶ πηγαίνουν βιαστικοὶ στὰ σπίτια τους. Σὲ λίγο τίποτε πιὰ δὲν ἀκούεται καὶ νεκρικὴ σιγὴ βασιλεύει σ’ ὅλη τὴν τουρκική συνοικία τοῦ Ἡρακλείου. Ξαφνικά, ἀνοίγει ἀθόρυβα ἡ αὐλόπορτα ἑνὸς μεγάλου σπιτιοῦ καὶ προβάλλει ἀνθρώπινο…
κεφάλι. Γυρίζει δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ παρατηρεῖ μὲ προσοχὴ μέσα στὰ σκοτάδι. Τραβιέται μέσα καὶ πάλι ξαναφαίνεται καὶ κοιτάζει μὲ προσοχή.
[sc name=”agioreitiko-thymiama” ][/sc]
-Ἐλᾶτε, δὲν εἶναι κανένας, ἀκούεται χαμηλὴ φωνή.
Τρεῖς σκιές, ἡ μιὰ μεγάλη καὶ οἱ δύο μικρότερες, βγήκανε στὸ δρόμο.
-Πᾶμε γρήγορα, ψιθύρισε ὁ ψηλὸς ἄντρας πᾶμε γρήγορα, γιατί ἀργήσαμε καὶ θὰ μᾶς περιμένει. Σκέπασε τὸ πρόσωπο μὲ τὸ μαντήλι σου, Ἑσμέ! Ρεσίτ, δός μου τὸ χέρι σου!
Περπατούσανε κι οἱ τρεῖς σιωπηλοὶ στὸ σκοτάδι. Μόλις ὅμως ἔστριψαν τὸ στενὸ σοκάκι, βρήκανε μιὰ γριά, ποὺ κρατοῦσε στὸ χέρι της ἀναμμένη λαμπάδα. Περπατοῦσε μὲ κόπο, γιατί ἦταν πολὺ γριά. Καὶ φρόντιζε μὲ τὸ ἀδειανὸ χέρι νὰ προφυλάξει τὴ λαμπάδα της ἀπὸ τὸν ἀέρα, γιὰ νὰ φέρει στὸ σπίτι τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά. Ὅταν εἶδαν τὸ φῶς τῆς λαμπάδας οἱ τρεῖς νυχτερινοὶ διαβάτες, γύρισαν ἀλλοῦ το κεφάλι τους, γιὰ νὰ μὴν γνωριστοῦν. Τοῦ κάκου ὅμως. Ἡ γριὰ σήκωσε τὴ λαμπάδα της καὶ τοὺς φώτισε.
-Πολλά τά ἔτη σας, Μεχμὲτ Μπέη! εἶπε ἡ γριά.
-Καλημέρα, κυρά, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, καὶ τοῦ χρόνου! Καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του.
Ἡ γριὰ τοὺς κοίταξε ἀπὸ κοντά, ὥσπου τοὺς ἔχασε ἀπὸ τὰ μάτια της.
«Περίεργο πράγμα!» εἶπε μὲ τὸ νοῦ της. «Ποῦ νὰ πᾶνε τέτοια ὥρα ὁ Μεχμὲτ μπέης μὲ τὴ χανούμισα καὶ τὸ γιό του; Χριστέ μου, δὲν κάνεις τὸ θάμα σου νὰ γλιτώσουν οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ ἕναν Τοῦρκο;»
Βυθισμένη στὸ σκοτάδι ἦταν καὶ ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Ἐδῶ καὶ λίγη ὥρα, χιλιάδες κεριῶν τὴ φώτιζαν χιλιάδες Χριστιανῶν στὴν αὐλὴ της ἔψαλλαν χαρμόσυνα τό «Χριστὸς Ἀνέστη». Τώρα ἔμεινε μόνο τό ἄρωμα τοῦ λιβανιοῦ καὶ τῶν κεριῶν. Καὶ μόνο τό καντήλι, ποὺ ἔκαιε μπροστὰ στὴν ἀσημένια εἰκόνα τῆς Παναγίας, θαμπόφεγγε. Παντοῦ βασίλευε ἀπόλυτη σιγή.
Δύο χτύποι ἀκούστηκαν στὴν ἐξώθυρα. Ἀπὸ ἕνα στασίδι σηκώνεται κάποιος καὶ τρέχει ν’ ἀνοίξει ἦταν ὁ παπὰς τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Οἱ τρεῖς νυχτερινοὶ διαβάτες μπαίνουν ἀθόρυβα στὴν ἐκκλησία καὶ φιλοῦν τὸ χέρι τοῦ παπᾶ. Σφαλίζουν καλὰ τὴν πόρτα, προχωροῦν εὐλαβικὰ στὸ εἰκονοστάσι, γονατίζουν καὶ κάνουν τὸ σταυρό τους. Ὁ παπα-Γρηγόρης μπαίνει ἀπὸ τὴ δεξιὰ πόρτα στὸ ἱερό, ἀνοίγει τὴν Ὡραία Πύλη καὶ λέει στὸ μικρότερο ἀπὸ τοὺς τρεῖς:
-Ἔλα, παιδί μου, νὰ μὲ βοηθήσεις! Καὶ τοῦ δίνει μιὰ μικρὴ λαμπάδα, ποὺ τὴν ἄναψε ἀπὸ τὸ ἀκοίμητο φῶς, ποὺ εἶναι πάνω στὴν Ἅγια Τράπεζα.
Ὁ παπα-Γρηγόρης φόρεσε τὸ χρυσοκέντητο πετραχήλι του, πῆρε μὲ βαθὺ σεβασμὸ τὸ Δισκοπότηρο καὶ πλησίασε στὴν Ὡραία Πύλη. Μπροστά του στέκεται τὸ συμπαθητικὸ τουρκόπαιδο, ὠχρό, συγκινημένο, μὲ τὴ λαμπάδα στὸ χέρι.
-Πλησιάστε, εἶπε ὁ παπὰς στοὺς ἄλλους δύο.
Πρῶτα πλησίασε ἡ γυναίκα, τριάντα ἕως τριανταπέντε χρονῶν. Ἦταν ὠχρὴ καὶ βαθιὰ συγκινημένη. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἀνέβαινε τὰ σκαλοπάτια τοῦ ἱεροῦ, χρειάστηκε νὰ τὴν ὑποστηρίξει ὁ Μεχμὲτ μπέης, γιὰ νὰ μὴν πέσει. Τὰ μεγάλα μαῦρα μάτια της ἦταν δακρυσμένα.
– «Μεταλαμβάνει ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ Μαρία, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», εἶπε ὁ παπὰς μ’ ἐπισημότητα καὶ τῆς ἔδωσε τὴν Ἅγια Μετάληψη.
Δύο μεγάλα δάκρυα κύλησαν στὸ πρόσωπο τῆς σεμνῆς ἐκείνης γυναίκας κι ἀκούστηκε νὰ ψιθυρίζει: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ Βασιλεία σου».
Πῆρε ἔπειτα ἡ γυναίκα τὴ λαμπάδα στὸ χέρι της καί πλησίασε τὸ παιδί.
– «Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Νικόλαος»· ἐπανάλαβε ὁ παπάς, κοιτάζοντας στοργικά το συμπαθητικὸ παιδί.
Τώρα ἦρθε ἡ σειρὰ τοῦ Μεχμέτ. Ἀνεβαίνει μὲ θάρρος καὶ πλησιάζει τὸν παπά. Τὸ φῶς τῆς λαμπάδας τρέμει, γιατί τρέμουνε καὶ τὰ χέρια τῆς Μαρίας.
– «Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Ἐμμανουήλ, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», λέει γιὰ τρίτη φορὰ ὁ παπάς, δακρύζοντας τώρα κι αὐτός.
– Ἀμήν. Εἶπε μὲ βαθιὰ φωνὴ ὁ μυστικὸς Χριστιανός.
Σὲ λίγα λεπτὰ οἱ τρεῖς σκιὲς χάνονται καὶ πάλι στοὺς σκοτεινοὺς δρόμους τοῦ Ἡρακλείου καὶ βιαστικὰ γυρίζουν στὸ σπίτι τους. Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲ βρέθηκε καμιὰ γριὰ στὸ δρόμο νὰ τοὺς γνωρίσει μὲ τὸ φῶς τῆς λαμπάδας καὶ νὰ ξαναπεῖ:
– Θεέ μου, δὲν κάνεις τὸ θάμα σου, γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ ἕναν κακὸ Τοῦρκο οἱ Χριστιανοί;
Μόνο ὁ παπα-Γρηγόρης ἤξερε, ὅτι ὁ Μεχμὲτ μπέης ἤτανε Χριστιανός, πιὸ πολὺ πιστὸς ἀπὸ πολλούς, ποὺ λέγονται μονάχα Χριστιανοί.
Ἀπὸ τὸ Ἀναγνωστικό τῆς Στ’ Δημοτικοῦ τοῦ 1947