Αν είναι να μιλήσουμε για γαλάζιες πατρίδες, θα το κάνουμε σωστά! Ας μιλήσουμε για τον Πόντο

Αν είναι να μιλήσουμε για γαλάζιες πατρίδες, θα το κάνουμε σωστά! Ας μιλήσουμε για τον Πόντο

Αν είναι να μιλήσουμε για γαλάζιες πατρίδες, θα το κάνουμε σωστά! Ας μιλήσουμε για τον Πόντο

“Μέλας”, “ευρύς”, “απείριτος”, “ιχθυόεις”, “απείρων” και “ατρύγετος” χαρακτηρίζεται ο πόντος από τον Όμηρο. Σ’ αυτόν, όπως και στους άλλους ποιητές της Αρχαιότητας, η λέξη σημαίνει την πλατιά θάλασσα, ενώ σπανιότερα, και κατά κανόνα από τους πεζογράφους, χρησιμοποιείται για να δηλωθούν συγκεκριμένα πελάγη. Προσωποποιημένος εμφανίζεται ο πόντος στον Ησίοδο: είναι θεός, γιος της Γης και πατέρας άλλων θεοτήτων. Μόλις κατά τον 5ο αι. π.Χ. στα αρχαία κείμενα με τη λέξη “πόντος” νοείται ο Εύξεινος Πόντος, ενώ από τους Ελληνιστικούς χρόνους και εξής περιορίζεται να δηλώνει το βορειοανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας, από το αρχαίο Τίειον μέχρι τη Φάσιδα, και την ενδοχώρα του, το βάθος της οποίας ποικίλλει. Στους χρόνους των Μεγάλων Κομνηνών με τον ίδιο όρο νοούνταν η περιοχή από τον Άλυ μέχρι το Φάσι ποταμό.
Η θάλασσα προς βορρά και οι ορεινοί όγκοι των Ποντικών ‘Αλπεων προς νότο, που αποτελούν συνέχεια της οροσειράς του Καυκάσου και διασχίζουν κατά μήκος το χώρο, ορίζουν τη φυσιογνωμία του και σε μεγάλο βαθμό έχουν καθορίσει την ιστορία του. Την περιοχή διασχίζουν πολυάριθμοι ποταμοί, όπως ο ‘Αλυς, ο Ίρις, ο Λύκος, ο Πυξίτης και ο ‘Ακαμψις, δημιουργώντας εύφορες καλλιεργήσιμες κοιλάδες. Το κλίμα στα παράλια είναι θερμό και υγρό, ενώ στην ενδοχώρα ηπειρωτικό, με ψυχρό χειμώνα και ξηρό καλοκαίρι. Κωνοφόρα, οπωροφόρα και άλλα δέντρα, καθώς και σπάνια είδη φυτών, όπως η περίφημη ποντική αζαλέα, συνθέτουν την πλούσια χλωρίδα του Πόντου. Δικαιολογημένα ο Στράβων, ο γεωγράφος της Αρχαιότητας, χαρακτηρίζει την περιοχή “χώρα αγαθή δε και καρποίς, μάλιστα δε σίτω και βοσκήμασι παντοδαποίς” (χώρα θαυμάσια στην παραγωγή καρπών και προπάντων σιταριού, καθώς και σε κάθε είδος κτηνοτροφίας). Το εμπόριο καρπών υπήρξε η κύρια πηγή πλούτου για τους κατοίκους του Πόντου, ενώ το πλούσιο σε μεταλλοφόρα κοιτάσματα υπέδαφος αποτέλεσε στέρεη βάση για την οικονομική άνθηση κάποιων περιοχών μέχρι τα Νεότερα χρόνια.
Η διαμόρφωση του εδάφους, η ύπαρξη πλωτών ποταμών σε όλο το μήκος ή σε ένα τμήμα τους και προπάντων η πρόσβαση στη θάλασσα ευνόησαν την ύπαρξη εμπορικών δρόμων, οι οποίοι αποτέλεσαν προϋπόθεση για την εμπορική και γενικότερη οικονομική ανάπτυξη του χώρου. Συνακόλουθη ήταν η οικιστική ανάπτυξη της περιοχής με τη δημιουργία αστικών κέντρων, εμπορικών σταθμών και αγκυροβολίων.

Ο Πόντος υπήρξε στην αρχαιότητα πεδίο έντονου ελληνικού αποικισμού αλλά και βασίλειο επί Μιθριδάτη. Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, ξαναϋπήρξε ως ανεξάρτητο κράτος. Μέχρι το 1923 και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε κατ΄ επιταγή της Συνθήκης της Λωζάνης κατοικούνταν, σε σημαντικό ποσοστό, από ελληνόφωνους χριστιανικούς επί το πλείστον και μουσουλμανικούς σε δεύτερο βαθμό πληθυσμούς.

Σε κάποιες περιοχές του Πόντου η στενή παραλιακή λωρίδα πλατύνεται δίνοντας γόνιμα, καλλιεργούμενα δέλτα ποταμών. Η περιοχή της Σαμψούντας, στον δυτικό Πόντο, είναι σημαντικό καπνοβιομηχανικό κέντρο. Ανατολικά της Σαμψούντας παράγονται πολλά εσπεριδοειδή. Ανατολικά της Σαμψούντας, η περιοχή γύρω από την Τραπεζούντα είναι παγκοσμίως γνωστή για τα φουντούκια της, ενώ στη Ριζούντα υπάρχουν πολλές φυτείες τσαγιού. Οι καλλιεργήσιμες περιοχές του Πόντου και οι ορεινές περιοχές που δεν είναι πολύ απότομες χρησιμοποιούνται ως βοσκοτόπια. Το υγρό και ήπιο κλίμα του Ευξείνου Πόντου κάνει την εμπορική γεωργία προσοδοφόρα.

Αρχαιότητα

Στους αρχαίους συγγραφείς, Ησίοδο, Πίνδαρο και στους μεταγενέστερους, η λέξη «Πόντος», όταν χρησιμοποιείται για να ονομάσει θαλάσσιο χώρο, ταυτίζεται με τον Εύξεινο Πόντο. Στους αττικούς ρήτορες η ονομασία «Πόντος» αποδίδεται στην Ταυρική χερσόνησο (Κριμαία), ενώ αργότερα μετά τον Ηρόδοτο και, κυρίως, έπειτα από τον Ξενοφώντα (Κύρου Ανάβασις), οι γεωγράφοι και οι συγγραφείς «Πόντο» αποκαλούν τη νότια περιοχή του Εύξεινου Πόντου, που περιλαμβάνει τον παραλιακό χώρο ανάμεσα στον Άλυ ποταμό και την Κολχίδα, ανατολικά της Τραπεζούντας, από την πόλη Διοσκουριάδα (σημ. Σοχούμι) ως τη Σινώπη στα δυτικά. Τοποθετώντας την περιοχή αυτή σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο κατά την αρχαιότητα, μπορούμε να τη χωρίσουμε στις εξής ιστορικές περιόδους.

Προελληνική αρχαιότητα

Σύμφωνα με πληροφορίες των Ηροδότου, Αισχύλου, Ξενοφώντα, καθώς και του Στράβωνα (65 π.Χ.-23 μ.Χ.), στο εσωτερικό της ποντιακής γης ζούσαν διάφοροι γηγενείς λαοί, μερικοί από τους οποίους τα κατοπινά χρόνια εξελληνίστηκαν ή, κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, σταδιακά εκχριστιανίστηκαν, όπως έγινε και στις υπόλοιπες ελληνιστικές και βυζαντινές περιοχές. Σύμφωνα με τις πηγές σε αυτόν τον γεωγραφικό χώρο κατοικούσαν οι Ασοί ή Ασαίοι, οι Σάονες, οι Φθειροφάγοι, οι Επτακωμήτες, οι Ηνίοχοι, οι Σίνδες, οι Σάσπειρες, οι Βέχειροι, οι Βυζήρες, οι Κίσσιοι, οι Παφλαγόνες και οι Αλιζώνες για τους οποίους κάνει μνεία ο Όμηρος. Άλλα φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή πριν την έλευση των Ελλήνων ήταν οι Αμαζόνες, οι Λευκοσύροι ή Σύριοι, οι Τιβαρίνοι, οι Μαριανδυνοί, οι Χάλυβες, οι Μοσσύνοικοι, οι Μόσχοι, οι Δρίλλες, οι Μάκρωνες, οι Μακροκέφαλοι, οι Σκυθινοί, οι Καππαδόκες, οι Καύκωνες, οι Χαλδαίοι, οι Σάννοι, οι Κερκίτες, οι Τάοχοι, οι Φασιανοί και οι Κόλχοι. [2]

Από τους λαούς αυτούς πιο γνωστοί στους Έλληνες υπήρξαν οι Κόλχοι ή Λαζοί, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Λαζικής (Lazona), ανατολικά της Τραπεζούντας, και είχαν πάρει το όνομα τους από τον απόγονο του Αιήτη, Κόλχο. Διακρίνονταν σε πολλές φυλές, όπως Μαχελόνες, Ζυνδρείτες, Άψιλες (Αψίλιους), Αβασγοούς κ.ά. και κατά τον Ηρόδοτο, ήταν αιγυπτιακής καταγωγής, υπολείμματα των στρατευμάτων του Αιγύπτιου βασιλιά Σέσωστρη, που είχε εκστρατεύσει στον Πόντο. Αυτή η άποψη του Ηροδότου όμως, αντιφάσκει με το γεγονός ότι η γλώσσα των σύγχρονων Λαζών και του συγγενικού τους φίλου, των Μιγγρελίων της Γεωργίας, δεν έχει καμιά σχέση με τη γλώσσα των αρχαίων Αιγυπτίων διότι τα λαζικά και τα μιγγρελικά ανήκουν στον γλωσσολογικό κλάδο του Νότιου Καυκάσου, όπως και η γεωργιανή γλώσσα, ενώ τα αρχαία αιγυπτιακά ανήκουν σε έναν τελείως διαφορετικό γλωσσολογικό κλάδο, αυτόν της αφροασιατικής ομογλωσσίας.

Ελληνικός αποικισμός

Η αποστολή του Ιάσονα και των Αργοναυτών στην Κολχίδα, οι περιπλανήσεις του Ορέστη στη Θοανία του Πόντου, οι περιπέτειες του Οδυσσέα στη χώρα των Κιμμερίων, η τιμωρία του Προμηθέα από τον Δία και η εξορία του στον Κάυκασο, το ταξίδι του Ηρακλή στον Πόντο, αποτελούν μύθους που αναφέρονται ειδικά στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη πανάρχαιων εμπορικών δρομολογίων. Παράλληλα λειτούργησαν σαν μαγνήτες που τράβηξαν τις μεγάλες μάζες των Ελλήνων μεταναστών απ’ την Ελλάδα στη Μικρά Ασία και τον Πόντο.

Γύρω στο 1000 π.Χ τοποθετούν οι μελετητές την πραγματοποίηση των πρώτων εμπορικών ταξιδιών στην περιοχή αυτή για την αναζήτηση κυρίως χρυσού και άλλων μεταλλευμάτων. Η εποχή του μεγάλου αποικισμού ξεκινά δύο αιώνες αργότερα τον 8ο αι. π.Χ. με τη Μίλητο της Ιωνίας να αποικίζει τα παράλια του Εύξεινου Πόντου ιδρύοντας τη Σινώπη σε εξαιρετικά στρατηγική θέση εξαιτίας του καλού λιμανιού της και της δυνατότητας ομαλής επικοινωνίας με τις γύρω περιοχές. Η Σινώπη, με τη σειρά της ίδρυσε το 756 π.Χ την Τραπεζούντα, την Κρώμνη, το Πτέρυον, την Κύτωρο και άλλες φημισμένες πόλεις της περιοχής. Όμορφη και επιβλητική, η Σινώπη αναδείχθηκε γρήγορα σε αξιόλογο λιμάνι, αποκτώντας πολυάριθμο στόλο και ισχύ. Σημειώνεται πως η Τραπεζούντα εώς την εποχή του Ξενοφώντα ήταν φόρου υποτελής οικειοθελώς στη μητρόπολη Σινώπη[3].

Ο Ξενοφώντας στο έργο του Κύρου Ανάβασις, το 401 π.Χ περιγράφει την πατροπαράδοτη φιλοξενία των Ελλήνων του Πόντου, που γνώρισε ο ίδιος και οι «Μύριοι» μένοντας τριάντα μέρες στην Τραπεζούντα. Οι ελληνοπρεπείς γιορτές που περιγράφει περιλάμβαναν αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του ελληνικού δωδεκάθεου και τον ένοπλο πυρρίχιο χορό. Επιπλέον χαρακτηρίζει την πόλη «πόλιν Ελληνίδα μεγάλην και ευδαίμονα».[4] Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων, ο οποίος καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου, περιγράφει την περιοχή στα Γεωγραφικά του ως χώρα με εύκρατο κλίμα χωρίς ξηρασία, πολύ ευνοϊκή για την ενασχόληση με την αγροτική παραγωγή, την κτηνοτροφία και το κυνήγι[5]. Από τη Σινώπη καταγόταν ο φιλόσοφος Διογένης ο Κυνικός, ο διασημότερος εκπρόσωπος της κυνικής σχολής στην αρχαιότητα.

Μακεδονική κυριαρχία

Κατά την εποχή ανάμεσα στο πέρασμα του Ξενοφώντα μέχρι την κοσμοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Τραπεζούντα και όλες οι ελληνικές αποικιακές πόλεις του Ευξείνου απόλαυσαν περιόδου ειρήνης και ευημερίας, επεκτεινόμενες επίσης όχι μόνο στα παράλια μέρη, αλλά και προς το εσωτερικό της περιοχής, εξελληνίζοντας συνέχεια όλο και περισσότερα φύλα. Κατά τον Γερμανό ιστορικό Φαλμεράυερ, «οι Τραπεζούντιοι, σοφότεροι από τα αδελφά κράτη στις ακτές της Ιωνίας, ήξεραν να επιλέγουν μάλλον τα πλεονεκτήματα μιας ονομαστικής εξάρτησης από έναν μακρινό μονάρχη παρά εκείνα μιας πολυτάραχης αυτονομίας, και ήταν ευτυχισμένοι και πλούσιοι, ενώ η Φώκαια και η Μίλητος δεν άργησαν να μεταβληθούν σε ερείπια».[6] Με αυτόν τον τρόπο ενισχύθηκαν και ανακάλυψαν νέες πηγές πλούτου, όπως άργυρο, χαλκό και σίδηρο, μέταλλα που βρίσκονταν ακόμα και στις δασώδεις και ορεινές περιοχές.

Ως εξελληνισμένες περιοχές κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου αναφέρονται τα Κόμανα, τα Κάβειρα, η Γαζίουρα και η Αμάσεια. Την ίδια περίοδο η Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, η Αμισός και η Σινώπη βρίσκονταν σε υψηλό επίπεδο εμπορικής και πολιτικής δύναμης όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα πολυάριθμα νομίσματα, έχοντας παράλληλα απόλυτη αυτονομία και ανεξαρτησία. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Μέγας Αλέξανδρος επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα στην Αμισό, που το είχε στερηθεί επί περσοκρατίας. Με λίγα λόγια, η ελληνική παιδεία, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η ελληνική γλώσσα θα εξαπλωθούν σε όλες τις αποικίες και, μέσω των στενών του Ελλησπόντου, θα ανοίξουν δρόμους για εμπορικές συναλλαγές, μεγαλώνοντας έτσι την οικονομική και πολιτιστική αίγλη των ελληνικών ποντιακών πόλεων.

Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας

Με την κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τους σταυροφόρους (1204) οι αδελφοί Αλέξιος και Δαβίδ, απόγονοι της αυτοκρατορικής δυναστείας των Κομνηνών, ίδρυσαν στην περιοχή του Πόντου ανεξάρτητο βασίλειο, γνωστό και ως «Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών». Στα 257 χρόνια της, ο Πόντος γνώρισε μεγάλη οικονομική ευμάρεια και πολιτιστική ακμή.

Το λιμάνι της Τραπεζούντας αναπτύχθηκε σε κέντρο εμπορίου, όπου έδρευαν προξενεία Γενουατών, Μασσαλιωτών, Βενετών, κ.ά. Οι τελωνειακοί φόροι και η παραγωγή μεταλλευμάτων εξασφάλιζαν την οικονομική ευρωστία του κράτους.

Οι Μεγαλοκομνηνοί ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών. Οι μονές του Πόντου έγιναν κέντρα πολιτιστικής ανάπτυξης, που προσέλκυσαν πολλούς λόγιους της πρώην Βασιλεύουσας. Πόντιοι λόγιοι όπως ο χρονικογράφος Μιχαήλ Πανάρετος, ο μαθηματικός και αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης και οι θεολόγοι Βησσαρίων, Γεώργιος Τραπεζούντιος και Γεώργιος Αμιρούτζης διέπρεψαν στις επιστήμες. Οι θαυμάσιες τοιχογραφίες και τα χειρόγραφα που σώζονται μαρτυρούν την ιδιαίτερη ανάπτυξη της ζωγραφικής, ενώ σπουδαία κτίσματα, εκκλησίες, μονές, ανάκτορα και δημόσια κτίρια δείχνουν τη λαμπρότητα της εποχής.

Με σύμβολο τον μονοκέφαλο αετό και προστάτη τον Άγιο Ευγένιο, πολιούχο Τραπεζούντας, οι Μεγαλοκομνηνοί διατήρησαν την αυτοκρατορία τους ως το 1461, οκτώ χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οπότε υπέκυψε και ο Πόντος στους Οθωμανούς.

πηγή 1, 2