Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας τεμπέλης άνθρωπος. Πάντα αναζητούσε τον ευκολότερο τρόπο για να χορτάσει την πείνα του. Μια μέρα, ενώ έψαχνε τι να φάει, είδε ένα περιβόλι με κατάφορτα τα δέντρα από τους καρπούς τους. Κοίταξε τριγύρω του και δεν είδε κανέναν να το φυλάγει, οπότε αποφάσισε να μπει και να κλέψει μερικά φρούτα. Αλλά μόλις μπήκε μέσα κι άρχισε να σκαρφαλώνει σε μια μηλιά, τον είδε ο ιδιοκτήτης και έτρεξε να τον συλλάβει. Ο τεμπέλης, όταν είδε τον αγρότη να έρχεται με μια μαγκούρα στο χέρι, φοβήθηκε και το ‘βαλε στα πόδια και έτρεξε να κρυφτεί στο κοντινό δάσος.
Αφού ξεθάρρεψε και ένιωσε ασφαλής άρχισε να εξερευνά το δάσος. Κάποια στιγμή είδε μια αλεπού κουλή. Είχε μόνο δύο πόδια, αλλά φαινόταν χαρούμενη κι ευτυχισμένη. Ο τεμπέλης σκέφτηκε, πώς μπορεί αυτή η αλεπού να παραμένει ζωντανή σε τέτοια κατάσταση και μάλιστα να είναι χαρούμενη, αφού δεν μπορεί να τρέξει και να κυνηγήσει για την τροφή της αλλά και πώς μπορεί να προστατευθεί από ισχυρότερα σαρκοβόρα ζώα του δάσους.
Ξαφνικά, είδε ένα λιοντάρι να έρχεται προς την αλεπού με ένα κομμάτι κρέας στο στόμα του. Όλα τα ζώα κρύφτηκαν από το φόβο τους για να σωθούν και εκείνος σαν αίλουρος αναρριχήθηκε στο πιο ψηλό δέντρο και από ‘κει ψηλά παρατηρούσε. Αλλά αυτό που συνέβη τον άφησε άναυδο. Το λιοντάρι πλησίασε την αλεπού, άφησε το κρέας στα πόδια της και έφυγε.
Ο τεμπέλης ένιωσε ανακούφιση αντικρίζοντας το θεϊκό παιχνίδι. Θεώρησε ότι ο Θεός, ο οποίος είναι ο δημιουργός των πάντων, έχει ένα σχέδιο για κάθε πλάσμα Του και ότι θα φρόντιζε και για τον ίδιο. Έτσι, άφησε το δάσος, βγήκε στο ξέφωτο, κάθισε σε μια πέτρα και περίμενε κάποιος να του φέρει φαγητό. Η ώρα περνούσε μα κανένας δεν φαινόταν στη στροφή του δρόμου. Περίμενε δύο μέρες για φαγητό. Τέλος, μη μπορώντας να αντέξει την πείνα του σηκώθηκε κι έφυγε.
Αφού ξεθάρρεψε και ένιωσε ασφαλής άρχισε να εξερευνά το δάσος. Κάποια στιγμή είδε μια αλεπού κουλή. Είχε μόνο δύο πόδια, αλλά φαινόταν χαρούμενη κι ευτυχισμένη. Ο τεμπέλης σκέφτηκε, πώς μπορεί αυτή η αλεπού να παραμένει ζωντανή σε τέτοια κατάσταση και μάλιστα να είναι χαρούμενη, αφού δεν μπορεί να τρέξει και να κυνηγήσει για την τροφή της αλλά και πώς μπορεί να προστατευθεί από ισχυρότερα σαρκοβόρα ζώα του δάσους.
Ξαφνικά, είδε ένα λιοντάρι να έρχεται προς την αλεπού με ένα κομμάτι κρέας στο στόμα του. Όλα τα ζώα κρύφτηκαν από το φόβο τους για να σωθούν και εκείνος σαν αίλουρος αναρριχήθηκε στο πιο ψηλό δέντρο και από ‘κει ψηλά παρατηρούσε. Αλλά αυτό που συνέβη τον άφησε άναυδο. Το λιοντάρι πλησίασε την αλεπού, άφησε το κρέας στα πόδια της και έφυγε.
Ο τεμπέλης ένιωσε ανακούφιση αντικρίζοντας το θεϊκό παιχνίδι. Θεώρησε ότι ο Θεός, ο οποίος είναι ο δημιουργός των πάντων, έχει ένα σχέδιο για κάθε πλάσμα Του και ότι θα φρόντιζε και για τον ίδιο. Έτσι, άφησε το δάσος, βγήκε στο ξέφωτο, κάθισε σε μια πέτρα και περίμενε κάποιος να του φέρει φαγητό. Η ώρα περνούσε μα κανένας δεν φαινόταν στη στροφή του δρόμου. Περίμενε δύο μέρες για φαγητό. Τέλος, μη μπορώντας να αντέξει την πείνα του σηκώθηκε κι έφυγε.
Στο δρόμο συνάντησε έναν ερημίτη, ξακουστό για τη σοφία του. Του διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν. Ο ερημίτης έβγαλε ψωμί και νερό από τον τορβά του και του τα πρόσφερε. Αφού έφαγε, είπε στον ερημίτη:
«Γέροντα, ο Θεός, ενώ έδειξε το έλεός Του σε μια κουλή αλεπού, γιατί ήταν τόσο σκληρός μαζί μου;»
Ο ερημίτης μειδιώντας του είπε: «Είναι αλήθεια ότι ο Θεός έχει ένα σχέδιο για όλους μας. Είσαι προφανώς κι εσύ μέρος του σχεδίου Του. Αλλά, παιδί μου, ερμήνευσες την πρόνοια και το σχέδιό Του με λαθεμένο τρόπο. Δεν ήθελε να είσαι σαν την αλεπού. Ήθελε να είσαι σαν το λιοντάρι.»